interficio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interficio < inter + facio

interficio (la) (interficiō1, interfēcī, interfectum, interficĕre)[1]

  1. σκοτώνω
  2. καταστρέφω

Υποσημειώσεις

[επεξεργασία]
  1. Στην παθητική φωνή απαντά και ο τύπος interfio