investigate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | investigate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | investigates |
αόριστος | investigated |
παθητική μετοχή | investigated |
ενεργητική μετοχή | investigating |
Ρήμα
[επεξεργασία]investigate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ερευνώ, διερευνώ, διεξάγω αστυνομική έρευνα
- ↪ The matter is being investigated.
- Η υπόθεση ερευνάται.
- ↪ The matter is being investigated.
- (μεταβατικό) ερευνώ, ανακαλύπτω πληροφορίες και γεγονότα για ένα θέμα ή πρόβλημα με έρευνα
- ↪ The scientists are investigating why the experiment failed.
- Οι επιστήμονες ερευνούν γιατί το πείραμα απέτυχε.
- ↪ The scientists are investigating why the experiment failed.