lule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lule (sq) θηλυκό (οριστικός τύπος: lulja) (πληθυντικός lule)
lule (sq) θηλυκό (οριστικός τύπος: lulja) (πληθυντικός lule)