locus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]locus (en)
- τοποθεσία, επίκεντρο, εστία, τόπος, συγκεκριμένος χώρος, θέση, το κέντρο μιας δραστηριότητας, η σκηνή ενός εγκλήματος
- (μαθηματικά) τόπος, σύνολο σημείων με μια χαρακτηριστική ιδιότητα
- (βιολογία) το συγκεκριμένο σημείο σε ένα χρωμόσωμα όπου εντοπίζεται ένα γονίδιο
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]locus (la) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | locus | locī |
γενική | locī | locōrum |
δοτική | locō | locīs |
αιτιατική | locum | locōs |
κλητική | loce | locī |
αφαιρετική | locō | locīs |
Και ετερογενές:
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loca | |
γενική | locōrum | |
δοτική | locīs | |
αιτιατική | loca | |
κλητική | loca | |
αφαιρετική | locīs | |