lody

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

lody < lód

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lody (pl) αρσενικό πληθυντικός

  1. το παγωτό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • αν και σπανίζει χρησιμοποιείται και ο ενικός με ελαφρά διαφορετική κλίση από το lód

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

lody (pl)

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του lód