purification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
purification | purifications |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]purification (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
purification | purifications |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]purification (fr) θηλυκό
- o εξαγνισμός
- o αγνισμός
- η αποκάθαρση