purification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
purification purifications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

purification (en)

  1. εξαγνισμός



      ενικός         πληθυντικός  
purification purifications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

purification (fr) θηλυκό

  1. o εξαγνισμός
  2. o αγνισμός
  3. η αποκάθαρση