pale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

pale (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

pale (en)

  1. χλομιάζω
  2. ωχριώ
  3. (εραλδική) η τιμητική κατακόρυφη λωρίδα ενός οικοσήμου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pale (en)

  1. το παλούκι, ο πάσσαλος



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pale pales

pale (fr) θηλυκό

  1. το άκρο ενός κουπιού
  2. κάθε ένα από τα τμήματα ενός έλικα