pare-éclats
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pare-éclats | pare-éclats |
pare-éclats (fr) αρσενικό
- οχυρωματικό εμπόδιο που προστατεύει από τα θραύσματα βόμβας και άλλων εκρηκτικών