pat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός pat
συγκριτικός more pat
υπερθετικός most pat

pat (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pat pats

pat (en)

ενεστώτας pat
γ΄ ενικό ενεστώτα pats
αόριστος patted
παθητική μετοχή patted
ενεργητική μετοχή patting

pat (en)

  • χαϊδεύω, χτυπάω μαλακά, αγγίζω κάποιον ή κάτι μαλακά αρκετές φορές με το χέρι μου ανοιχτό, ειδικά για να δείξω ευγενικά συναισθήματα
    I am patting the dog.
    Χαϊδεύω το σκυλί.
    He patted the child’s head.
    Χάιδεψε το κεφάλι του παιδιού.
    I pat a pillow to flatten it.
    Χτυπάω ένα μαξιλάρι για να στρώσει.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pat (ro)