pizzeria
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pizzeria (en)
- η πιτσαρία
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pizzeria | pizzerias |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pizzeria < (άμεσο δάνειο) ιταλική pizzeria
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pizzeria (fr) θηλυκό
- η πιτσαρία
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pizzeria (it)