posto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
posto < λατινική porre

Επίθετο

[επεξεργασία]

posto (it)

  • εραλδικό σύμβολο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
posto posti

posto (it)

  1. ένα πόστο μία θέση σε μιά εργασία
  2. τεχνητά οριοθετημένη γεωγραφική θέση