preemie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

preemie (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

preemie (en)

  • που αφορά, ανήκει, σχετίζεται με πρόωρο βρέφος