rotulien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rotulien < rotule
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʁɔ.ty.ljɛ̃/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rotulien | rotuliens |
θηλυκό | rotulienne | rotuliennes |
rotulien (fr) θηλυκό