round

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός round
συγκριτικός rounder / more round
υπερθετικός roundest / most round

round (en)

  1. στρογγυλός
    • που έχει σχήμα το οποίο μοιάζει με κύκλο ή τμήμα κύκλου ή σφαίρας
    • (για αριθμούς) που δεν έχει δεκαδικό τμήμα, που είναι ακέραιος
    • (για αριθμούς) που είναι πολλαπλάσιο του δέκα ή του εκατό ή του χίλια

Επίρρημα

[επεξεργασία]

round (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
round rounds

round (en)

  1. (αθλητισμός) ο γύρος, η προκαθορισμένη επαναλαμβανόμενη διάρκεια
    He was knocked out in the first round.
    Βγήκε νοκ άουτ στον πρώτο γύρο.
  2. ο γύρος, μια τακτική διαδρομή που κάνει κάποιος ή κάτι
    the round that the earth makes in a year - ο γύρος που κάνει η γη σ’ένα χρόνο
    a doctor’s daily round - ο καθημερινός γύρος ενός γιατρού
  3. ο γύρος, ποτά που αγόρασε ένα πρόσωπο για όλα τα άλλα σε μια ομάδα
    Shall we get another round of drinks?
    Θα πάρουμε άλλο ένα γύρο ποτά;
    I am paying for the next round!/Next round is on me!
    Πληρώνω τον επόμενο γύρο!

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

round (en)

ενεστώτας round
γ΄ ενικό ενεστώτα rounds
αόριστος rounded
παθητική μετοχή rounded
ενεργητική μετοχή rounding

round (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]