stir-fried

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

stir-fried (el)

  • τηγανισμένο με λάδι στο τηγάνι ή σε γοκ με συνεχές ανακάτεμα
    άλλη γραφή: stirfried