swelling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]swelling (en)
- το πρήξιμο
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]swelling (en)
swelling (en)
swelling (en)