schody

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsxɔdɨ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

schody (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

schody (sk) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

schody (cs) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό