turbo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

turbo (en)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
turbo < turba < αρχαία ελληνική τύρβη

turbo (la)