tangent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tangent (en)
- (μαθηματικά) η εφαπτομένη
- ασύνδετη, εκτός θέματος, παρεκκλίνουσα αναφορά
- απότομη αλλαγή θέματος
- (ψυχιατρική) ασυνάρτητη σκέψη
- (μουσική) γλωσσίδι που χτυπά τις χορδές σε παλαιά πληκτροφόρα μουσικά όργανα, όπως το κλάβικορντ
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tangent | tangents |
θηλυκό | tangente | tangentes |
tangent (fr)