toxicologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
toxicologie | toxicologies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]toxicologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
toxicologie | toxicologies |
toxicologie (fr) θηλυκό