up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

up (en) (χωρίς παραθετικά)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

up (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. πάνω, ψηλά, προς ή σε υψηλότερη θέση
    Who is up there?
    Ποιος είναι εκεί πάνω;
    The smoke rose straight up in the still air.
    Ο καπνός ανέβαινε ίσια ψηλά στον ήσυχο αέρα.
  2. ξύπνιος, ξυπνητός
    Their songs kept me up all night.
    Τα τραγούδια τους με κράτησαν ξύπνιο όλη τη νύχτα.
    I was up all night.
    Πέρασα τη νύχτα ξύπνιος.
    I’ve been up since seven.
    Είμαι ξυπνητή από τις εφτά.
     συνώνυμα: awake
  3. έχει τελειώσει ένα χρονικό διάστημα
    Time is up.
    Πέρασε η ώρα.
     συνώνυμα: → δείτε το επίρρημα over

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

up (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

up (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]