up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]up (en) (χωρίς παραθετικά)
Επίρρημα
[επεξεργασία]up (en) (χωρίς παραθετικά)
- πάνω, ψηλά, προς ή σε υψηλότερη θέση
- ↪ Who is up there?
- Ποιος είναι εκεί πάνω;
- ↪ The smoke rose straight up in the still air.
- Ο καπνός ανέβαινε ίσια ψηλά στον ήσυχο αέρα.
- ↪ Who is up there?
- ξύπνιος, ξυπνητός
- έχει τελειώσει ένα χρονικό διάστημα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]up (en)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]up (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- up the pressure: εντείνω τις πιέσεις
- up the effort: εντείνω την προσπάθεια
Πηγές
[επεξεργασία]- up (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- up (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- up (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- up (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- up (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, περνώ