vecteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vecteur | vecteurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vecteur (fr) αρσενικό
- (μαθηματικά) το διάνυσμα
- ο φορέας
ενικός | πληθυντικός |
vecteur | vecteurs |
vecteur (fr) αρσενικό