wiadomość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wiadomość wiadomości
γενική wiadomości wiadomości
δοτική wiadomości wiadomościom
αιτιατική wiadomość wiadomości
οργανική wiadomością wiadomościami
τοπική wiadomości wiadomościach
κλητική wiadomości wiadomości

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vʲjaˈdɔ̃mɔɕʨ̑/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wiadomość (pl) θηλυκό

  1. η είδηση, το νέο
  2. (πληροφορική), (κινητά) το μήνυμα
  3. η πληροφορία
  4. η γνώση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  wiadomy (pl)