wiadomość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wiadomość | wiadomości |
γενική | wiadomości | wiadomości |
δοτική | wiadomości | wiadomościom |
αιτιατική | wiadomość | wiadomości |
οργανική | wiadomością | wiadomościami |
τοπική | wiadomości | wiadomościach |
κλητική | wiadomości | wiadomości |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vʲjaˈdɔ̃mɔɕʨ̑/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wiadomość (pl) θηλυκό
- η είδηση, το νέο
- (πληροφορική), (κινητά) το μήνυμα
- η πληροφορία
- η γνώση