Πτηνά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Πτηνά | ||
γενική | των | Πτηνών | ||
αιτιατική | τα | Πτηνά | ||
κλητική | Πτηνά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πτηνά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτηνόν, όπως στην έκφραση «τὰ πτηνά» < πτηνός (αυτός που πετάει, ιπτάμενος)[1], μετάφραση για τον ταξινομικό όρο από τη νεολατινική Aves
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ptiˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πτη‐νά
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πτηνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - ομοταξία: Aves: ωοτόκα σπονδυλωτά ζώα με δύο πόδια, ράμφος και φτερά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Aves στο species.wikimedia.org
- Πτηνά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ Πτηνά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - ομοταξίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)