Τσιτσέκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τσιτσέκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική çiçek «λουλούδι», «άνθος»
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τσιτσέκα θηλυκό
βλέπε
[επεξεργασία]- Τσιτσέκα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Τσιτσέκα
|