άθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- άθος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄθος, τύπος του ἄνθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άθος ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το άνθος, το λουλούδι
Μορφές
[επεξεργασία]ουδέτερο:
- άθος (κρητικά, Σκύρος)
- άθθος (προφορά ΔΦΑ : /ˈaθːθos/, Κάρπαθος, Μεγίστη, Ρόδος)
- άθθους (προφορά ΔΦΑ : /ˈaθːθus/ Λιβύσσι)
- άτθος, άττος (Σύμη) πληθυντικός: άττητα
- νάτθος (Κάλυμνος) πληθυντικός: άτθητα
ουδέτερο, πληθυντικός
- άθητα (Μεγίστη)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- άθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άθος αρσενικό
- (ιδιωματικό)
- η στάχτη, η τέφρα
- (μεταφορικά) καταστροφή
Μορφές
[επεξεργασία]αρσενικό:
- άθος (κρητικά, Κύθηρα) πληθυντικός: (Κρήτη) άθουδες
- αθός (Πελοπόνησος: Μεγαλόπολη)
- άθθος (προφορά ΔΦΑ : /ˈaθːθos/ Κως)
- άθους (Θράκη: Αίνος, Σκύρος)
- άτθος (Σύμη)
- ατθός (Νίσυρος)
- νάτθος (Κάλυμνος)
Παραδείγματα
[επεξεργασία]- (κρητικά) αρσενικό, πληθυντικός: άθουδες
- Σηκώνω τον άθο από την παραστιά
- Ο κάτης εκυλίστηκε 'ς τσοί άθουδες.
- επήε το σπαρμένο μου άθος (κάηκε)
- (κατάρα:) να μην κάνει, θεέ μου, όπου και να πάει, η τσιμιά του άθος (κυριολεκτικά: όπου και να πάει, η εστία του (το τζάκι του) να μην κάνει στάχτη), να μη στεριώσει σε κανέναν τόπο
- (Κάλυμνος)
- Μάεψε το νάτθο 'πού το φούρνο
- «νάτθο 'ς τα μάτζα» (στάχτη στα μάτια)
- (Μεγίστη, κατάρα:) άθος να γίνεις!
- (Σύμη) Βάλε μου κομμάτιν-ν άτθο
- (Ρόδος) έγινεν άθος (αποτεφρώθηκε, κάηκε)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- άθος < → λείπει η ετυμολογία
Επιφώνημα
[επεξεργασία]άθος!
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κρητικά
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)