αυγοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυγοθήκη οι αυγοθήκες
      γενική της αυγοθήκης των αυγοθηκών
    αιτιατική την αυγοθήκη τις αυγοθήκες
     κλητική αυγοθήκη αυγοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αυγοθήκη < αυγ(ό) + -ο- + -θήκη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.vɣoˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐γο‐θή‐κη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αυγοθήκη θηλυκό

  • αβγοθήκηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)