γαληνότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαληνότατος | η | γαληνότατη & γαληνοτάτη |
το | γαληνότατο |
γενική | του | γαληνότατου & γαληνοτάτου |
της | γαληνότατης & γαληνοτάτης |
του | γαληνότατου & γαληνοτάτου |
αιτιατική | τον | γαληνότατο | τη | γαληνότατη & γαληνοτάτη |
το | γαληνότατο |
κλητική | γαληνότατε | γαληνότατη & γαληνοτάτη |
γαληνότατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαληνότατοι | οι | γαληνότατες | τα | γαληνότατα |
γενική | των | γαληνότατων & γαληνοτάτων |
των | γαληνότατων & γαληνοτάτων |
των | γαληνότατων & γαληνοτάτων |
αιτιατική | τους | γαληνότατους & γαληνοτάτους |
τις | γαληνότατες | τα | γαληνότατα |
κλητική | γαληνότατοι | γαληνότατες | γαληνότατα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαληνότατος < αρσενικό του υπερθ. βαθμ. του επιθέτου γαληνός ως ουσ.
Επίθετο
[επεξεργασία]γαληνότατος, -η, -ο
- επίθετο με το οποίο προσαγορεύονταν ηγεμόνες κατά το Μεσαίωνα
- που είναι ιδιαίτερα γαλήνιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαληνότατος