γαλλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαλλικός | η | γαλλική | το | γαλλικό |
γενική | του | γαλλικού | της | γαλλικής | του | γαλλικού |
αιτιατική | τον | γαλλικό | τη | γαλλική | το | γαλλικό |
κλητική | γαλλικέ | γαλλική | γαλλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαλλικοί | οι | γαλλικές | τα | γαλλικά |
γενική | των | γαλλικών | των | γαλλικών | των | γαλλικών |
αιτιατική | τους | γαλλικούς | τις | γαλλικές | τα | γαλλικά |
κλητική | γαλλικοί | γαλλικές | γαλλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γαλλικός, -ή, -ό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαλλικός