ισταμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισταμίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισταμίνη θηλυκό
- oυσία που ανήκει στις αμίνες (C5H9N3), παράγεται από τα κύτταρα του οργανισμού κατά τη δεύτερη είσοδο ενός αλλεργιογόνου σε αυτόν και προκαλεί αύξηση της διαπερατότητας των αγγείων, σύσπαση των λείων μυϊκών ινών ενώ παράλληλα διεγείρει την εκκριτική δραστηριότητα των βλεννογόνων αδένων