κλασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κλάνω
Μετοχή
[επεξεργασία]κλασμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που κάποιος τον έκλασε
- (μεταφορικά) που ειναι αδιάφορος για κάποιον
- —Πού είναι ο Γιάννης; —Πού να ξέρω; Κλασμένο τον έχω.
- (μεταφορικά, αργκό) ο μεθυσμένος ή ο μαστουρωμένος από κάνναβη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλασμένος
|