κυνοδρομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυνοδρομία < κυνο- + -δρομία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dog-racing
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.no.ðɾoˈmi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυνοδρομία θηλυκό
- διοργάνωση αγώνα δρόμου σκύλων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυνοδρομία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κυνο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δρομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)