λίμπερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]λίμπερο άκλιτο
- (αθλητισμός) θέση παίκτη (ελεύθερος)
- στο ποδόσφαιρο
- στην πετοσφαίριση
λίμπερο άκλιτο