λιλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιλί | τα | λιλιά |
γενική | του | λιλιού | των | λιλιών |
αιτιατική | το | λιλί | τα | λιλιά |
κλητική | λιλί | λιλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιλί ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το πέος
Δεν θεωρείται χυδαία ονομασία και έχει μια περιπαικτική διάθεση. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, πιθανότατα συμπεριλαμβανομένων και των άλλων 2.