μαντολίνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαντολίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική mandolino < mandola + κατάληξη υποκοριστικού -ino
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /man.doˈli.no/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαντολίνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο της οικογένειας του λαούτου, με τέσσερις διπλές χορδές, αχλαδόσχημο ηχείο και κοντό μπράτσο διαιρεμένο σε τάστα
- το μαντολίνο είναι ιδιαίτερα αγαπητό στην επτανησιακή μουσική ως όργανο μελωδίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μαντολίνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)