μορταδέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μορταδέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική mortadella < λατινική murtatum / myrtatum < myrtus < αρχαία ελληνική μύρτον [1] (αντιδάνειο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /moɾ.taˈðe.la/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μορταδέλα θηλυκό
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μορταδέλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μορταδέλα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μορταδέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)