μορταδέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορταδέλα οι μορταδέλες
      γενική της μορταδέλας των μορταδέλων
    αιτιατική τη μορταδέλα τις μορταδέλες
     κλητική μορταδέλα μορταδέλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μορταδέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική mortadella < λατινική murtatum / myrtatum < myrtus < αρχαία ελληνική μύρτον [1] (αντιδάνειο)
Μία φέτα μορταδέλα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /moɾ.taˈðe.la/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μορταδέλα θηλυκό

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]