πλανίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πλανίζω (παθητική φωνή: πλανίζομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απλάνιστος
- πλάνισμα
- πλανισμένος
- → δείτε τη λέξη πλάνη
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλανίζω | πλάνιζα | θα πλανίζω | να πλανίζω | πλανίζοντας | |
β' ενικ. | πλανίζεις | πλάνιζες | θα πλανίζεις | να πλανίζεις | πλάνιζε | |
γ' ενικ. | πλανίζει | πλάνιζε | θα πλανίζει | να πλανίζει | ||
α' πληθ. | πλανίζουμε | πλανίζαμε | θα πλανίζουμε | να πλανίζουμε | ||
β' πληθ. | πλανίζετε | πλανίζατε | θα πλανίζετε | να πλανίζετε | πλανίζετε | |
γ' πληθ. | πλανίζουν(ε) | πλάνιζαν πλανίζαν(ε) |
θα πλανίζουν(ε) | να πλανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλάνισα | θα πλανίσω | να πλανίσω | πλανίσει | ||
β' ενικ. | πλάνισες | θα πλανίσεις | να πλανίσεις | πλάνισε | ||
γ' ενικ. | πλάνισε | θα πλανίσει | να πλανίσει | |||
α' πληθ. | πλανίσαμε | θα πλανίσουμε | να πλανίσουμε | |||
β' πληθ. | πλανίσατε | θα πλανίσετε | να πλανίσετε | πλανίστε | ||
γ' πληθ. | πλάνισαν πλανίσαν(ε) |
θα πλανίσουν(ε) | να πλανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλανίσει | είχα πλανίσει | θα έχω πλανίσει | να έχω πλανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλανίσει | είχες πλανίσει | θα έχεις πλανίσει | να έχεις πλανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλανίσει | είχε πλανίσει | θα έχει πλανίσει | να έχει πλανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλανίσει | είχαμε πλανίσει | θα έχουμε πλανίσει | να έχουμε πλανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλανίσει | είχατε πλανίσει | θα έχετε πλανίσει | να έχετε πλανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλανίσει | είχαν πλανίσει | θα έχουν πλανίσει | να έχουν πλανίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλανίζω
|