πορτοκάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πορτοκαλί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορτοκάλι τα πορτοκάλια
      γενική του πορτοκαλιού των πορτοκαλιών
    αιτιατική το πορτοκάλι τα πορτοκάλια
     κλητική πορτοκάλι πορτοκάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πορτοκάλια.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πορτοκάλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική portogallo < Portogallo[1] < πορτογαλική Portugal (Πορτογαλία)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poɾ.toˈka.li/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πορτοκάλι ουδέτερο

  1. (φρούτο) ο καρπός της πορτοκαλιάς
  2. ο χυμός του φρούτου αυτού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Από την Πορτογαλία, η οποία ήταν η κύρια πηγή εισαγωγών γλυκών πορτοκαλιών