σκύμνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκύμνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκύμνος οι σκύμνοι
      γενική του σκύμνου των σκύμνων
    αιτιατική τον σκύμνο τους σκύμνους
     κλητική σκύμνε σκύμνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκύμνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκύμνος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκύμνος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

στην καθαρεύουσα

  1. λεοντιδέας, και (κατ’ επέκταση) νεογνό άλλων ζώων, όπως στο αρχαίο σκύμνος[3]
    ※  Τοὺς ἀτιθάσσους σκύμνους των πιθήκου μάστιξ δέρει (Μύρων Νικολαΐδης, Δανάης μνημόσυνα εις Κρήτην, Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892, Κωνσταντίνου Σκόκου)
  2. (μεταφορικά) μικρό παιδί γυναίκας
    ※ 
    −Μπαμπά, μπαμππά… δὲν ἠμπορῶ..
    Καὶ συστρέφεται καὶ ὠχριᾷ. Ἡ κυρία Θεοδώρα στρέφεται καί, βλέπουσα τὴν ὀδύνην τοῦ σκύμνου αὐτῆς, ὁρμᾷ ἀφίνουσα σπαρακτικήν κραυγήν.
    − Τὸ παιδί μου!
    (Χαράλαμπος Άννινος, (1852–1934), Η οικογένεια διασκεδάζει)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σκύμνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «σκύμνος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. «σκύμνος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκύμνος οἱ σκύμνοι
      γενική τοῦ σκύμνου τῶν σκύμνων
      δοτική τῷ σκύμν τοῖς σκύμνοις
    αιτιατική τὸν σκύμνον τοὺς σκύμνους
     κλητική ! σκύμνε σκύμνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκύμνω
γεν-δοτ τοῖν  σκύμνοιν
Και θηλυκό στον Ορέστη (στίχ.1493) του Ευριπίδη.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκύμνος , ήδη ομηρικό < (ίσως) προελληνική [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκύμνος αρσενικό (και στον Ορέστη (στίχ.1493) του Ευριπίδη, θηλυκό)

  1. (θηλαστικό ζώο) νεογνό ζώου
    ※  2ος/3ος αιώνας κε Κλαύδιος Αιλιανός, Περὶ ζῴων ἰδιότητος, Βιβλίον ζ΄, 47
    Τῶν ἀγρίων ζῴων τὰ ἔκγονα τὰ νέα διαφόρως ὀνομάζεται, καὶ τά γε πλείω διπλῆν τὴν ἐπωνυμίαν ἔχει. λεόντων γοῦν σκύμνοι καὶ λεοντιδεῖς ὀνομάζονται, ὡς Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος μαρτυρεῖ, παρδάλεων δὲ σκύμνοι τε καὶ ἄρκηλοι· εἰσὶ δὲ οἵ φασι γένος ἕτερον τῶν παρδάλεων τοὺς ἀρκήλους εἶναι. θώων δὲ μόνοι σκύμνοι φιλοῦσι καλεῖσθαι, καὶ τίγρεων ὁμοίως, καὶ μυρμήκων δὲ καὶ πανθήρων
  2. (ειδικότερα) νεογνό λιονταριού
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 319 Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
    πυκνὰ μάλα στενάχων ὥς τε λὶς ἠϋγένειος,
    ᾧ ῥά θ᾽ ὑπὸ σκύμνους ἐλαφηβόλος ἁρπάσῃ ἀνὴρ
    κι εσυχνοστέναζε βαριά, σαν λεόντισσα μητέρα,
    αν απ᾽ τον λόγγον κυνηγός τής πήρε τα μικρά της·
    Σκηνή: Ο Αχιλλέας μοιρολογεί τον Πάτροκλο.
    ※  3ος/2ος αιώνας πκε Παλαιά Διαθήκη, Ναούμ, 12-14
    ποῦ ἐστι τὸ κατοικητήριον τῶν λεόντων καὶ ἡ νομὴ ἡ οὖσα τοῖς σκύμνοις, οὗ ἐπορεύθη λέων τοῦ εἰσελθεῖν ἐκεῖ, σκύμνος λέοντος καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐκφοβῶν; 13 λέων ἥρπασε τὰ ἱκανὰ τοῖς σκύμνοις αὐτοῦ καὶ ἀπέπνιξε τοῖς λέουσιν αὐτοῦ καὶ ἔπλησε θήρας νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ τὸ κατοικητήριον αὐτοῦ ἁρπαγῆς
  3. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) μικρό παιδί
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 1211
    Ἥξει δ’ ἐς οἴκους Ἑρμιόνη τίνος χρόνου;
    Ὡς τἄλλα γ’ εἶπας, εἴπερ εὐτυχήσομεν,
    κάλλισθ’, ἑλόντες σκύμνον ἀνοσίου πατρός.
    λείπει η μετάφραση

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.