στατήρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
στᾰτηρ- | |||||
ονομαστική | ὁ | στατήρ | οἱ | στατῆρες | |
γενική | τοῦ | στατῆρος | τῶν | στατήρων | |
δοτική | τῷ | στατῆρῐ | τοῖς | στατῆρσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | στατῆρᾰ | τοὺς | στατῆρᾰς | |
κλητική ὦ! | στατήρ | στατῆρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στατῆρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | στατήροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στατήρ αρσενικό
- ο στατήρας
- μονάδα μέτρησης βάρους) όπως η λίτρα
- νόμισμα από διάφορα μέταλλα, που περιγράφεται με επίθετο για την πόλη κοπής του
- ↪ στατήρ Δαρεικός, Κροίσειος, χρυσοῦ στατῆρες Λαμψακηνοί
Παράγωγα
[επεξεργασία]με διαφορετική σημασία:
Πηγές
[επεξεργασία]- στατήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στατήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κλητήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κλητήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήρ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (αρχαία ελληνικά)
- Νομίσματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)