συνήγορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | συνήγορος | οι | συνήγοροι |
γενική | του/της του |
συνηγόρου συνήγορου |
των | συνηγόρων |
αιτιατική | τον/τη | συνήγορο | τους/τις τους |
συνηγόρους συνήγορους |
κλητική | συνήγορε | συνήγοροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνήγορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνήγορος < συνηγορώ < συν- + αγορεύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνήγορος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) ο δικηγόρος που υπερασπίζεται τον πελάτη του στο δικαστήριο
- οποιοσδήποτε υπερασπίζεται με επιχειρήματα κάποιον άλλο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνήγορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]συνήγορος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]συνήγορος, -ος, -ον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνήγορος αρσενικό
- αυτός που υπερασπίζεται κάποιον με τα λόγια
- (Αθήνα) Άρχοντας που υπερασπιζόταν τους παλαιότερους νόμους απέναντι στους νομοθέτες
- (Αθήνα) καθένας από τoυς 10 Άρχοντες, δημόσιος λογιστής
- δημόσιος κατήγορος
- συνήγορος
Πηγές
[επεξεργασία]- συνήγορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνήγορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοικος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)