τροπική ζώνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τροπική ζώνη θηλυκό
- (γεωγραφία) το τμήμα της γης που εκτείνεται από τον ισημερινό ως τους τροπικούς κύκλους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τροπική ζώνη
|