υδροκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδροκήλη | οι | υδροκήλες |
γενική | της | υδροκήλης | — | |
αιτιατική | την | υδροκήλη | τις | υδροκήλες |
κλητική | υδροκήλη | υδροκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδροκήλη θηλυκό
- (ιατρική) συλλογή υγρού μεταξύ του τοιχωματικού και του σπλαγχνικού πετάλου του ιδίως ελυτροειδούς χιτώνα του όρχεως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδροκήλη
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υδρο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)