φουράνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φουράνιο | τα | φουράνια |
γενική | του | φουράνιου & φουρανίου |
των | φουράνιων & φουρανίων |
αιτιατική | το | φουράνιο | τα | φουράνια |
κλητική | φουράνιο | φουράνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φουράνιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημική ένωση) ετεροκυκλική οργανική ένωση που έχει ενοχοποιηθεί για καρκινογένεση σε ζώα και πιθανόν σε ανθρώπους και η οποία ανευρίσκεται κυρίως σε όσα προϊόντα έχουν σφραγιστεί αεροστεγώς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φουράνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημικές ενώσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)