ἔρις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἐριδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἔρις | αἱ | ἔριδες ἔρεις** | |
γενική | τῆς | ἔριδος | τῶν | ἐρίδων | |
δοτική | τῇ | ἔριδῐ | ταῖς | ἔρισῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ἔριν & ἔριδα |
τὰς | ἔριδᾰς ἔρεις** | |
κλητική ὦ! | ἔρι | ἔριδες ἔρεις** | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἔριδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐρίδοιν | |||
** μεταγενέστροι τύποι ονομαστική-αιτιατική-κλητική πληθυντικού ἔρεις | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἔρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁er- (χωρίζω) (συγγενής ρίζα με τα ὄρνυμι, ἐρέθω (εξοργίζω), Ἐρινύς, ὀρίνω (εξεγείρω) και ίσως ἀρά: κατάρα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἔρις θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἔρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)