Ἐρυθραῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἐρυθραῖος Ἐρυθραί τὸ Ἐρυθραῖον
      γενική τοῦ Ἐρυθραίου τῆς Ἐρυθραίᾱς τοῦ Ἐρυθραίου
      δοτική τῷ Ἐρυθραί τῇ Ἐρυθραί τῷ Ἐρυθραί
    αιτιατική τὸν Ἐρυθραῖον τὴν Ἐρυθραίᾱν τὸ Ἐρυθραῖον
     κλητική ! Ἐρυθραῖε Ἐρυθραί Ἐρυθραῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἐρυθραῖοι αἱ Ἐρυθραῖαι τὰ Ἐρυθραῖ
      γενική τῶν Ἐρυθραίων τῶν Ἐρυθραίων τῶν Ἐρυθραίων
      δοτική τοῖς Ἐρυθραίοις ταῖς Ἐρυθραίαις τοῖς Ἐρυθραίοις
    αιτιατική τοὺς Ἐρυθραίους τὰς Ἐρυθραίᾱς τὰ Ἐρυθραῖ
     κλητική ! Ἐρυθραῖοι Ἐρυθραῖαι Ἐρυθραῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἐρυθραίω τὼ Ἐρυθραί τὼ Ἐρυθραίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἐρυθραίοιν τοῖν Ἐρυθραίαιν τοῖν Ἐρυθραίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἐρυθραῖος < Ἐρυθρ(αί) (της Ιωνίας) + -αῖος

Επίθετο

[επεξεργασία]

Ἐρυθραῖος, -α, -ον

  • που προέρχεται από τις Ερυθρές ή σχετίζεται μ' αυτές
    ※  τὸ ἐθνικὸν Ἐρυθραῖος καὶ Ἐρυθραία καὶ Ἐρυθραῖον. καί ἐστιν ἄκρα <Ἐρυθρά> τῆς Λιβύης, ὡς Ἀρτεμίδωρος ἑβδόμῃ γεωγραφουμένων. (Στέφανος Γραμματικός, Ἐθνικά, 280, 3-5)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ἐρυθραῖος, -ου αρσενικό (θηλυκό Ἐρυθραία) [1]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἐρυθραῖος, -ου αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. & Ἐρυθραῖα (εννοείται, χώρα) στο λήμμα Ἐρυθραῖος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.