[go: nahoru, domu]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ακροκανθόσαυρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ακροκανθόσαυρος
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Πρώιμο Κρητιδικό, 116–110Ma
Σκελετός Ακροκανθόσαυρου (NCSM 14345) στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών της Βόρειας Καρολίνας.
Σκελετός Ακροκανθόσαυρου (NCSM 14345) στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών της Βόρειας Καρολίνας.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Ερπετά (Reptilia)
Υπερτάξη: Δεινόσαυροι (Dinosauria)
Τάξη: Σαυρίσχια (Saurischia)
Υποτάξη: Θηριόποδα (Theropoda)
Υπεροικογένεια: Αλλοσαυροειδή (Allosauroidea)
Οικογένεια: Αλλοσαυρίδες ή Καρχαροδοντοσαυρίδες (Allosauridae ή Carcharodontosauridae)
Γένος: Ακροκανθόσαυρος (Acrocanthosaurus)
Stovall & Langston, 1950
Είδη
  • A. atokensis
    Stovall & Langston, 1950
Συνώνυμα
  • "Acracanthus" Langston vide Czaplewski, Cifelli, & Langston, W.R., 1994 (nomen nudum)

Ο Ακροκανθόσαυρος (Acrocanthosaurus) είναι γένος θηριοπόδου δεινοσαύρου το οποίο έζησε στη σημερινή Βόρεια Αμερική κατά την διάρκεια του Άπτιου και πρώιμου Άλβιου σταδίου του Πρώιμου Κρητιδικού. Όπως τα περισσότερα γένη δεινοσαύρων, ο Ακροκανθόσαυρος περιλαμβάνει μόνον ένα είδος, το Acrocanthosaurus atokensis. Τα απολιθωμένα κατάλοιπά του βρίσκονται κυρίως στις πολιτείες των ΗΠΑ, Οκλαχόμα και Τέξας. Ωστόσο δόντια που έχουν αποδοθεί στον Ακροκανθόσαυρο έχουν βρεθεί και ανατολικότερα, στο Μέριλαντ.

Ο Ακροκανθόσαυρος ήταν δίποδος θηρευτής. Όπως υποδεικνύεται από το όνομά του, είναι περισσότερο γνωστός για τις ακανθώδεις αποφύσεις σε πολλούς από τους σπονδύλους του, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα υποστήριζαν μία σειρά από μύες στον λαιμό, την πλάτη και τους γοφούς του ζώου. Ο Ακροκανθόσαυρος ήταν ένα από τα μεγαλύτερα θηριόποδα, φτάνοντας τα 12 μέτρα σε μήκος και ζυγίζοντας έως και 6,17 τόνους.[1] Μεγάλα αποτυπώματα από θηριόποδα που έχουν βρεθεί στο Τέξας ενδέχεται να ανήκουν σε Ακροκανθόσαυρους, ωστόσο δεν υπάρχει άμεση σύνδεση με σκελετικά κατάλοιπα.

Πρόσφατες ανακαλύψεις έχουν αποσαφηνίσει πολλές λεπτομέρειες της ανατομίας τους, επιτρέποντας σε εξειδικευμένες μελέτες να εστιαστούν στην εγκεφαλική του δομή και την λειτουργία των μπροστινών του άκρων. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη διαφωνίες ως προς τις εξελικτικές του σχέσεις, καθώς κάποιοι επιστήμονες τον ταξινομούν στους αλλοσαυρίδες, ενώ άλλοι στους καρχαροδοντοσαυρίδες. Ο Ακροκανθόσαυρος ήταν το μεγαλύτερο θηριόποδο στο οικοσύστημά του και κατά πάσα πιθανότητα ήταν κορυφαίος θηρευτής που κυνηγούσε πιθανώς μεγάλα σαυρόποδα και ορνιθόποδα.

Σχετικό μέγεθος ενός Ακροκανθόσαυρου ως προς ένα άνθρωπο

Παρότι σημαντικά μικρότερος από τους γιγαντιαίους συγγενείς του όπως ο Γιγαντόσαυρος, ο Ακροκανθόσαυρος ήταν ανάμεσα στα μεγαλύτερα θηριόποδα που υπήρξαν ποτέ. Το μεγαλύτερο γνωστό άτομο είχε μήκος από το ρύγχος ως την άκρη της ουράς 11,5 μέτρα και εκτιμώμενο βάρος 6.117 κιλά.[1] Το κρανίο του είχε μήκος σχεδόν 1,3 μέτρα.[2]

Το κρανίο του Ακροκανθόσαυρου, όπως στα περισσότερα αλλοσαυροειδή, ήταν μακρύ, χαμηλό και στενό. Το άνοιγμα, που μείωνε το βάρος του κρανίου, μπροστά από την κόγχη (antorbital fenestra) ήταν αρκετά μεγάλο, παραπάνω από το ένα τέταρτο του μήκους του κρανίου, και δύο τρίτα του ύψους του. Η εξωτερική επιφάνεια της άνω γνάθου και η άνω επιφάνεια του ρινικού οστού, στην οροφή του ρύγχους δεν ήταν τόσο τραχιά όσο του Γιγαντόσαυρου ή του Καρχαροδοντόσαυρου. Μακριές, χαμηλές προεξοχές αναφύονταν από τα ρινικά οστά και συνεχίζονταν σε κάθε πλευρά του ρύγχους, από τα ρουθούνια έως τα μάτια, συνεχίζοντας στα δακρυϊκά οστά.,[2] χαρακτηριστικό όλων των αλλοσαυροειδών.[3] Εν αντιθέσει με τον Αλλόσαυρο, δεν είχε εξέχων λοφίο στο δακρυϊκό οστό μπροστά από το μάτι. Τα δακρυϊκά και τα μετακογχικά (postorbital) οστά συναντώνται ώστε να σχηματίσουν παχύ φρύδι πάνω από το μάτι, όπως φαίνεται στους καρχαροδοντοσαυρίδες και στους μη συγγενικούς αβελισαυρίδες. Σε κάθε πλευρά της άνω γνάθου υπήρχαν δεκαεννέα, καμπυλωμένα, πριονωτά δόντια, αλλά για την κάτω γνάθο δεν υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία. Τα δόντια του Ακροκανθόσαυρου ήταν ευρύτερα από αυτά του Καρχαροδοντόσαυρου και δεν είχαν τη ρυτιδωτή υφή που είναι χαρακτηριστική των καρχαροδοντοσαυρίδων. Η κάτω γνάθος, στο τμήμα που έφερε τα δόντια, ήταν τετραγωνισμένη στην μπροστά άκρη, όπως στον Γιγαντόσαυρο, και ρηχή, ενώ το υπόλοιπο της γνάθου πιο πίσω γινόταν πολύ βαθύ. Ο Ακροκανθόσαυρος και ο Γιγαντόσαυρος είχαν μια παχιά οριζόντια προεξοχή στην εξωτερική επιφάνεια του υπεργώνιου (superangular) οστού της κάτω γνάθου, κάτω από την άρθρωση με το κρανίο.[2]

Καλλιτεχνική αναπαράσταση του Acrocanthosaurus atokensis

Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του ακροκανθόσαυρου ήταν οι ακανθώδεις αποφύσεις στους σπονδύλους του λαιμού, της πλάτης, των γοφών και του πάνω μέρους της ουράς, οι οποίες μπορούσαν να φτάσουν και 2,5 φορές το ύψος των σπονδύλων από τους οποίους αποφύονταν.[4] Και άλλοι δεινόσαυροι είχαν μεγάλα αγκάθια στην πλάτη, μερικές φορές μεγαλύτερα από αυτά του Ακροκανθόσαυρου. Για παράδειγμα ο μη συγγενικός Ακανθόσαυρος (Spinosaurus) είχε αγκάθια σχεδόν 2 μέτρων, σχεδόν 11 φορές το ψηλότερα από τους ίδιους τους σπόνδυλους.[5] Στα κατώτερα αγκάθια του Ακροκανθόσαυρου συνδέονταν ισχυροί μύες όπως αυτοί του σύγχρονου βίσονα, σχηματίζοντας πιθανώς μια παχιά προεξοχή στην πλάτη του.[4] Η λειτουργία των αγκαθιών παραμένει άγνωστη, ωστόσο πιθανώς σχετίζονταν με την επικοινωνία, την αποθήκευση λίπους ή την ρύθμιση της θερμοκρασίας. Όλοι οι τραχηλικοί και ραχιαίοι σπόνδυλοι είχαν σημαντικές πλευρικές εσοχές, ενώ στην ουρά μικρότερες. Αυτό το χαρακτηριστικό φέρνει τον ακροκανθόσαυρο πιο κοντά με τους καρχαροδοντοσαυρίδες από ότι με τον αλλόσαυρο.[6]

Εκτός από τους σπονδύλους, ο ακροκανθόσαυρος είχε τον τυπικό σκελετό των αλλοσαυροειδών. Ήταν δίποδος, με μακρυά και βαριά ουρά που αντιστάθμιζε το κεφάλι και το σώμα, διατηρώντας το κέντρο βάρους πάνω από τους γοφούς. Τα μπροστινά του άκρα ήταν σχετικά μικρότερα και πιο εύρωστα από αυτά του αλλόσαυρου αλλά εκτός από αυτό ήταν παρόμοια, με το κάθε ένα να έχει τρία δάκτυλα με νύχια. Εν αντιθέσει με τους ταχυκίνητους δεινόσαυρους, το μηριαίο οστό του ήταν μακρύτερο από το κνημιαίο και τα μετατάρσια,[2][6] υποδεικνύοντας ότι δεν έτρεχε γρήγορα.[7] Όπως είναι αναμενόμενο, τα οστά των πίσω ποδιών του ακροκανθόσαυρου, ήταν αναλογικά πιο στιβαρά από αυτά του μικρότερου συγγενή του, αλλόσαυρου. Τα πόδια του είχαν τέσσερα δάκτυλα το καθένα, αν και όπως είναι τυπικό για τα θηριόποδα, το πρώτο ήταν πολύ μικρότερο από τα υπόλοιπα και δεν έρχονταν σε επαφή με το έδαφος.[2][6]

Ταξινόμηση και συστηματική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ανάπλαση κεφαλιού

Ο ακροκανθόσαυρος ταξινομείται στην υπεροικογένεια Αλλοσαυροειδή εντός της ενδοτάξης των Τετάνουρων. Αυτή η υπεροικογένεια χαρακτηρίζεται από ζευγάρια συνεχών προεξοχών στα ρινικά και δακρυϊκά οστά στο πάνω μέρος του ρύγχους και ψηλές ακανθώδεις αποφύσεις στους σπόνδυλους του λαιμού.[3] Αρχικά είχε τοποθετηθεί στους Αλλοσαυρίδες μαζί με τον αλλόσαυρο,[4] πράγμα που υποστηρίζεται και από κάποιες πιο πρόσφατες μελέτες.[2] Άλλοι τον ταξινομούν ως μέλος της συγγενικής ομάδας των Καρχαροδοντοσαυρίδων.[3][6][8]

Τον καιρό της ανακάλυψής του, ο ακροκανθόσαυρος, καθώς και τα περισσότερα άλλα μεγάλα θηριόποδα, ήταν γνωστός μόνο από τμηματικά κατάλοιπα, οδηγώντας έτσι σε πολύ μεταβλητές ταξινομήσεις για το γένος του. Ο J. Willis Stovall και ο Wann Langston, Jr. τον ταξινόμησαν αρχικά στους Αντροδεμίδες, αντίστοιχο των Αλλοσαυρίδων, αλλά μεταφέρθηκε στον «ταξινομικό κάλαθο αχρήστων» των Μεγαλοσαυρίδων από τον Άλφρεντ Σέργουντ Ρόμερ (Alfred Sherwood Romer) το 1956.[9] Για άλλους συγγραφείς, οι μακριές αποφύσεις στους σπόνδυλους υποδείκνυαν συγγένεια με τον ακανθόσαυρο (Spinosaurus).[10][11] Αυτή η ερμηνεία του Ακροκανθόσαυρου ως μέλος των ακανθοσαυριδών (spinosauridae) παρέμεινε ως την δεκαετία του 1980,[12] και επαναλαμβάνονταν σε ημι-τεχνικά βιβλία για κάποιο καιρό.[13][14]

Ακανθώδεις σπόνδυλοι από το πρώιμο Κρητιδικό που βρέθηκαν στην Αγγλία κάποτε πιστευόταν ότι ήταν παρόμοιοι με αυτούς του ακροκανθόσαυρου,[15] και το 1988 ο Gregory S. Paul τους ονόμασε ως δεύτερο είδος του γένους, A. altispinax.[16] Αυτά τα οστά αρχικά είχαν αποδοθεί στο γένος Αλτισπίναξ (Altispinax), ένα θηριόποδο από την Αγγλία που ήταν γνωστό μόνο από δόντια, και αυτή η ταξινόμηση οδήγησε τουλάχιστον έναν συγγραφέα να προτείνει ότι το Altispinax αυτό καθεαυτό ήταν συνώνυμο του Acrocanthosaurus.[15] Οι σπόνδυλοι αργότερα αποδόθηκαν στο γένος Becklespinax, διαφορετικό και το Acrocanthosaurus και το Altispinax.[17]

Αν ο ακροκανθόσαυρος ήταν αλλοσαυρίδης, θα ήταν πιο κοντά συγγενικά με τα γένη του Ιουράσιου, όπως ο αλλόσαυρος και ο σαυροφαγάναξ.[2] Οι κλαδιστικές αναλύσεις που τον τοποθετούν στους καρχαροδοντοσαυρίδες συνήθως τον τοποθετούν σε βασική θέση σχετικά με τον Αφρικανικό Καρχαροδοντόσαυρο και τον Γιγαντόσαυρο από την Νότια Αμερική.[3][6] Ο Νεοβενάτορ, που ανακαλύφθηκε στην Αγγλία, συχνά θεωρείται ακόμη πιο βασικός καρχαροδοντοσαυρίδης.[3][6][7] Αυτό υποδεικνύει ότι η οικογένεια κατάγεται από την Ευρώπη, και στην συνέχεια εξαπλώθηκαν στις νότιες ηπείρους (εκείνη την εποχή ήταν ενωμένες στην υπερήπειρο Γκοντβάνα). Αν ο Ακροκανθόσαυρος ήταν καρχαροδοντοσαυρίδης, τότε η εξάπλωση θα είχε συμβεί και στην Βόρεια Αμερική.[6] Όλοι οι γνωστοί καρχαροδοντοσαυρίδες έζησαν κατά την διάρκεια του πρώιμου με μέσου Κρητιδικού.[3]

Ανακάλυψη και ονοματοδοσία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πλευρική άποψη σκελετού Ακροκανθόσαυρου

Ο ακροκανθόσαυρος (Acrocanthosaurus) ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των ψηλών νευρικών αποφύσεων, από τα Ελληνικά ακρα, ακανθα και σαυρος.[18] Το ένα είδος που υπάρχει, (A. atokensis), ονομάστηκε έτσι από την κομητεία Ατόκα της Οκλαχόμα, όπου το πρώτο δείγμα του είδους ανακαλύφθηκε. Το όνομα δόθηκε το 1950 από τους Αμερικανούς παλαιοντολόγους J. Willis Stovall και Wann Langston, Jr.[4] Ο Langston είχε προτείνει το όνομα «Acracanthus atokaensis» για το γένος και το είδος στην μη δημοσιευμένη διατριβή του για το μάστερ του (1947),[19][20] όμως το όνομα άλλαξε σε Acrocanthosaurus atokensis για την επίσημη δημοσίευση.

Ο ολότυπος και ο παράτυπος (OMNH 10146 και OMNH 10147), που περιγράφηκαν τον ίδιο καιρό το 1950, αποτελούνταν από δύο τμηματικούς σκελετούς και ένα κομμάτι κρανίου από τον Σχηματισμό Άντλερς στην Οκλαχόμα.[4] Δύο πολύ πιο ολοκληρωμένα δείγματα περιγράφηκαν το 1990. Το πρώτο (SMU 74646) είναι τμηματικός σκελετός από τον οποίο λείπει το μεγαλύτερο μέρος του κρανίου, και προέρχεται από τον Σχηματισμό Τουίν Μάουντενς του Τέξας, ενώ βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Επιστήμης και Ιστορίας του Φορτ Γουόρθ (Fort Worth Museum of Science and History).[6] Ένας ακόμη πιο ολοκληρωμένος σκελετός (NCSM 14345, με παρατσούκλι «Fran») ανακαλύφθηκε στον Σχηματισμό Άντλερς στην Οκλαχόμα από ιδιώτες συλλέκτες, παρασκευάστηκε από το Ινστιτούτο Μπλακ Χιλς στην Νότια Ντακότα, και φιλοξενείται σήμερα στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών της Βόρειας Καρολίνας στο Ράλεϊ. Αυτό το δείγμα είναι το μεγαλύτερο, και περιλαμβάνει το μοναδικό γνωστό ολόκληρο κρανίο και καθώς και ολόκληρα μπροστινά άκρα.[2] Σκελετικά τμήματα του OMNH 10147 έχουν σχεδόν το ίδιο μέγεθος με τα αντίστοιχα οστά του NCSM 14345, υποδεικνύοντας παρόμοιο μέγεθος, ενώ ο ολότυπος και το SMU 74646 είναι σημαντικά μικρότερα.[2]

Τμήματα Ακροκανθόσαυρων ενδέχεται να υπάρχουν και σε λιγότερο ολοκληρωμένα κατάλοιπα έξω από την Οκλαχόμα και το Τέξας. Ένα δόντι από την νότια Αριζόνα έχει αποδοθεί στο γένος,[21] ενώ αποτυπώματα από δόντια που ταιριάζουν με του Ακροκανθόσαυρου σε οστά σαυρόποδων έχουν βρεθεί στην ίδια περιοχή.[22] Αρκετά δόντια από τον Σχηματισμό Αρούντελ (Arundel) στο Μέριλαντ έχουν περιγραφεί ως σχεδόν ταυτόσημα με αυτά του Ακροκανθόσαυρου και ενδέχεται να αναπαριστούν μία ανατολική εκδοχή του γένους.[23] Πολλά άλλα δόντια και οστά από διάφορους γεωλογικούς σχηματισμούς σε όλες της ΗΠΑ έχουν αποδοθεί στον Ακροκανθόσαυρο, ωστόσο τα περισσότερα από αυτά λανθασμένα.[24]

Λειτουργία των μπροστινών άκρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως τα εμπρόσθια άκρα των περισσοτέρων μη ιπτάμενων θηριόποδων, αυτά του Ακροκανθόσαυρου δεν έρχονταν σε επαφή με το έδαφος και δεν χρησιμοποιούνταν για την κίνηση, αλλά χρησιμοποιούνταν για το κυνήγι. Η ανακάλυψη ενός ολόκληρου εμπρόσθιου άκρου (NCSM 14345) επέτρεψε την πρώτη ανάλυση για τη λειτουργία και το εύρος της κίνησής του.[25] Η μελέτη εξέτασε τις επιφάνειες των οστών οι οποίες θα αρθρώνονταν με τα άλλα οστά ώστε να καθορίσει πόσο θα μπορούσε να κινηθεί η άρθρωση χωρίς να εξαρθρωθεί. Σε πολλές από τις αρθρώσεις, τα οστά δεν ταίριαζαν ακριβώς, υποδεικνύοντας την παρουσία αρκετής ποσότητας χόνδρου, όπως φαίνεται και σε πολλούς επιζώντες αρχόσαυρους. Ανάμεσα σε άλλα ευρήματα, η μελέτη αποφαίνεται ότι, σε θέση ξεκούρασης, τα εμπρόσθια άκρα θα κρέμονταν από τους ώμους με τα βραχιαία οστά να σχηματίζουν ελαφρά γωνία προς τα πίσω, ο αγκώνας να είναι λυγισμένος και τα νύχια να είναι στραμμένα προς τα μέσα.[25]

Ο ώμος του ακροκανθόσαυρου είχε περιορισμένο εύρος κίνησης σε σχέση με αυτόν των ανθρώπων. Το χέρι δεν μπορούσε να διαγράψει πλήρη κύκλο, αλλά μπορούσε να στραφεί προς τα πίσω σε γωνία 109° ως προς την κατακόρυφο, έτσι ώστε μόνο οι βραχίονες μπορούσαν στην πραγματικότητα να γυρίσουν ελαφρώς προς τα πάνω. Η κίνηση προς τα μπροστά περιορίζονταν σε μόλις 24° από την κατακόρυφο. Το χέρι δεν μπορούσε να φτάσει κατακόρυφη θέση όταν κινούνταν προς τα κάτω, αλλά μπορούσε στην προς τα πάνω κίνηση να βρεθεί 9° πάνω από την οριζόντιο. Η κίνηση του αγκώνα ήταν επίσης περιορισμένη σε σχέση με τους ανθρώπους, με συνολικό εύρος κίνησης μόνο 57°. Το χέρι δεν μπορούσε να εκταθεί πλήρως, ούτε μπορούσε να λυγίσει πολύ, με τον βραχίονα να μην μπορεί να σχηματίσει ούτε ορθή γωνία με το υπόλοιπο μέλος. Η κερκίδα και η ωλένη ήταν κλειδωμένες μεταξύ τους και έτσι δεν υπήρχε δυνατότητα περιστροφής όπως στα ανθρώπινα χέρια.[25]

Κανένα από τα καρπιαία οστά δεν ταίριαζε ακριβώς με τα υπόλοιπα, υποδεικνύοντας την παρουσία μεγάλης ποσότητας χόνδρου στον καρπό, γεγονός που θα αύξανε την ακαμψία του. Όλα τα δάκτυλα μπορούσαν να λυγίσουν προς τα πίσω έως ότι σχεδόν να ακουμπάνε τον καρπό. Όταν ήταν λυγισμένα, το μεσαίο δάκτυλο συνέκλινε προς το πρώτο, ενώ το τρίτο γύριζε προς τα μέσα. Το πρώτο δάκτυλο του χεριού είχε το μεγαλύτερο νύχι, το οποίο ήταν μονίμως λυγισμένο ώστε να καμπυλώνει προς τα πίσω προς την κάτω πλευρά του χεριού. Αναλόγως, το μεσαίο νύχι κατά πάσα πιθανότητα ήταν μονίμως λυγισμένο, ενώ το τρίτο και μικρότερο, μπορούσε και να είναι λυγισμένο και να εκτείνεται.[25]

Αφότου καθόρισε το εύρος της κίνησης των αρθρώσεων του μπροστινού χεριού, η μελέτη προχώρησε στο να κάνει υποθέσεις ως προς τις θηρευτικές συνήθειες του Ακροκανθόσαυρου. Τα μπροστινά άκρα δεν μπορούσαν να εκταθούν πολύ μπροστά, και έτσι ήταν αδύνατο το ζώο να ακουμπήσει με αυτά τον λαιμό του. Συνεπώς δεν είναι πολύ πιθανό να τα χρησιμοποιούσε στην αρχική σύλληψη της λείας του και πιθανώς χρησιμοποιούσε το στόμα του για αυτόν τον λόγο. Από την άλλη, τα μπροστινά άκρα μπορούσαν να συμπτυχθούν προς το σώμα με μεγάλη δύναμη. Όταν το θήραμα είχε γραπωθεί από τα σαγόνια, τα μυώδη άνω άκρα ενδεχομένως συμπτύσσονταν, κρατώντας το σφιχτά ανάμεσα σε αυτά και το σώμα, αποτρέποντας την διαφυγή του. Καθώς το θήραμα θα επιχειρούσε να αποτραβηχτεί, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν τα μονίμως λυγισμένα νύχια στα πρώτα δύο δάχτυλα να μπηχτούν πιο μέσα. Τα υπερεκτάσιμα δάκτυλα ενδέχεται να ήταν μία προσαρμογή η οποία επέτρεπε στον Ακροκανθόσαυρο να κρατάει το θήραμά του, την ώρα που αυτό πάλευε να ξεφύγει, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος εξάρθρωσης. Αφότου το θήραμα είχε παγιδευτεί και ακινητοποιηθεί, ο Ακροκανθόσαυρος θα μπορούσε να το θανατώσει με τα σαγόνια του. Μία άλλη πιθανότητα είναι ότι ο Ακροκανθόσαυρος κρατούσε το θήραμα με τα σαγόνια του, ενώ με συνεχόμενες συμπτύξεις των χεριών του, προκαλούσε μεγάλες πληγές με τα νύχια του.[25]

Εγκέφαλος και δομή του εσωτερικού αυτιού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κρανίο Ακροκανθόσαυρου, Μουσείο Φυσικών Επιστημών Βόρειας Καρολίνας

Το 2005, οι επιστήμονες ανακατασκεύασαν την κρανιακή κοιλότητα ενός Ακροκανθόσαυρου χρησιμοποιώντας αξονικό τομογράφο ώστε να αναλύσουν τους χώρους στο κρανίο του ολότυπου (OMNH 10146). Σε ζωντανό ζώο μεγάλο μέρος αυτού του χώρου θα ήταν γεμάτο με μηνίγγια και εγκεφαλονωτιαίο υγρό, καθώς και αυτόν καθεαυτό τον εγκέφαλο. Τα γενικά χαρακτηριστικά του εγκεφάλου και των κρανιακών νεύρων μπορούν να καθοριστούν από την ανακατασκευή και τη σύγκριση με παρόμοιες μελέτες άλλων θηριόποδων. Ενώ ο εγκέφαλος είναι παρόμοιος με πολλά θηριόποδα, ταιριάζει πιο πολύ με αυτόν των αλλοσαυροειδών. Πιο πολύ μοιάζει με τον εγκέφαλο του Καρχαροδοντόσαυρου και του Γιαγαντόσαυρου παρά με του Αλλόσαυρου ή του Sinraptor, ενισχύοντας την υπόθεση ότι ήταν καρχαροδοντοσαυρίδης.[26]

Ο εγκέφαλος είχε ελαφρώς σιγμοειδές σχήμα, χωρίς μεγάλη επέκταση των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, πιο πολύ σαν τον εγκέφαλο των κροκοδείλων παρά σαν αυτόν των πουλιών κατ' αντιστοιχία με τον συντηρητισμό των εγκεφάλων των μη κοιλοσαύριων θηριόποδων. Ο Ακροκανθόσαυρος είχε μεγάλους και βολβώδεις οσφρητικούς αδένες, υποδεικνύοντας καλή αίσθηση της όσφρησης. Η ανακατασκευή των ημικύκλιων καναλιών του αυτιού, τα οποία ελέγχουν την ισορροπία δείχνει ότι το κεφάλι βρίσκονταν σε γωνία 25° κάτω από την οριζόντιο. Αυτό καθορίστηκε προσανατολίζοντας κατάλληλα το αναπλασμένο κρανίο έτσι ώστε το πλευρικό ημικύκλιο κανάλι να είναι παράλληλο με το έδαφος, όπως συνήθως συμβαίνει όταν ένα ζώο έχει στάση εγρήγορσης.[26]

Πιθανές πατημασιές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ίχνη θηριόποδων και σαυρόποδων από το Γκλεν Ρόουζ, πίσω φαίνεται ένας Απατόσαυρος, Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας

Στον Σχηματισμό Γκλεν Ρόουζ στο κεντρικό Τέξας διατηρούνται πολλές πατημασιές δεινοσαύρων, συμπεριλαμβανομένων και τριδάκτυλων αποτυπωμάτων θηριόποδων. Η πιο διάσημη ακολουθία ιχνών ανακαλύφθηκε κατά μήκος του ποταμού Παλούξι στο Πολιτειακό Πάρκο της Κοιλάδας των Δεινοσαύρων, ένα τμήμα της οποίας εκτίθεται στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στην Νέα Υόρκη,[27] ωστόσο στην βιβλιογραφία έχουν περιγραφεί και άλλες τοποθεσίες της πολιτείας.[28][29] Είναι αδύνατο να ειπωθεί με ακρίβεια σε τι είδος ζώου ανήκουν οι πατημασιές καθώς δεν έχουν συσχετιστεί απολιθωμένα οστά με την τοποθεσία. Ωστόσο οι επιστήμονες εδώ και καιρό υποθέτουν ότι είναι πιθανό τα αποτυπώματα να ανήκουν σε Ακροκανθόσαυρο.[30] Μία μελέτη του 2001 συνέκρινε τα αποτυπώματα από το Γκλεν Ρόουζ με τα πόδια διάφορων θηριόποδων αλλά δεν μπόρεσε με βεβαιότητα να τα συνδέσει με κάποιο συγκεκριμένο γένος. Ωστόσο η μελέτη σημείωνε ότι τα ίχνη ήταν εντός των ορίων μεγέθους και σχήματος που θα περίμενε κανείς αν ανήκαν σε Ακροκανθόσαυρο. Επειδή ο Σχηματισμός Γκλεν Ρόουζ βρίσκεται κοντά στους Σχηματισμούς Άντλερς και Τουίν Μάουντενς και από γεωγραφική άποψη αλλά και ως προς τον γεωλογικό χρόνο, και επειδή το μόνο θηριόποδο που είναι γνωστό από αυτούς τους σχηματισμούς είναι ο Ακροκανθόσαυρος, στη μελέτη συμπεραίνεται ότι κατά πάσα πιθανότητα τα ίχνη είναι από Ακροκανθόσαυρο.[31]

Η διάσημη ακολουθία πατημασιών από το Γκλεν Ρόουζ που εκτίθεται στην Νέα Υόρκη περιλαμβάνει ίχνη θηριόποδων που ανήκουν σε μερικά διαφορετικά άτομα τα οποία κινούνται στην ίδια κατεύθυνση με έως και δώδεκα σαυρόποδα. Τα ίχνη των θηριόποδων βρίσκονται κάποιες φορές πάνα από αυτά των σαυρόποδων, υποδεικνύοντας ότι σχηματίστηκαν αργότερα. Αυτό έχει τεθεί ως στοιχείο ότι μια μικρή αγέλη Ακροκανθόσαυρων κυνηγούσε ένα κοπάδι σαυρόποδων.[27] Ενώ αυτή η υπόθεση είναι ενδιαφέρουσα και πιθανή είναι δύσκολο να αποδειχθεί ενώ υπάρχουν και άλλες εξηγήσεις. Για παράδειγμα, μερικά μοναχικά θηριόποδα ενδέχεται να κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση σε διαφορετικούς χρόνους αφότου πέρασαν τα σαυρόποδα, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που εκ των υστέρων φαίνεται ότι μία αγέλη κυνηγούσε. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για το υποτιθέμενο κοπάδι των σαυρόποδων, τα οποία εξίσου ενδέχεται να μην κινούνταν ως ομάδα.[32] Στο σημείο όπου διασταυρώνονται τα ίχνη ενός σαυρόποδου με ενός θηριόποδου λείπει ένα ίχνος, γεγονός το οποίο έχει αναφερθεί ως ένδειξη επίθεσης.[33] Ωστόσο άλλοι επιστήμονες αμφισβητούν την εγκυρότητα αυτής της ερμηνείας επειδή τα σαυρόποδα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει βηματισμό, όπως θα ήταν αναμενόμενο αν ένας μεγάλος θηρευτής τα πλησίασε.[32]

Δύο Ακροκανθόσαυροι εν κινήσει

Επιβεβαιωμένα απολιθώματα Ακροακανθόσαυρου έχουν βρεθεί στον Σχηματισμό Τουίν Μάουντενς στα βόρεια του Τέξας και στον Σχηματισμό Άντλερς στην νότια Οκλαχόμα. Αυτοί οι γεωλογικοί σχηματισμοί δεν έχουν ραδιοχρονολογηθεί, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί βιοστωματογραφία για την εκτίμηση της ηλικίας τους. Με βάση αλλαγές στα τάξα των αμμωνιτών, το όριο μεταξύ των σταδίων Άπτιου-Άλβιου της Πρώιμης Κρητιδικής εντοπίζεται στον Σχηματισμό Γκλεν Ρόουζ του Τέξας, ο οποίο ενδέχεται να περιέχει αποτυπώματα Αρκοκανθόσαυρου, και βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον Σχηματισμό Τουίν Μάουντενς. Αυτό υποδεικνύει ότι ο Σχηματισμός Τουίν Μάουντενς βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του Άπτιου σταδίου, το οποίο διήρκεσε από 125 έως 112 εκατομμύρια χρόνια πριν.[34] Ο Σχηματισμός Άντλερς περιέχει απολιθώματα Δεινόνυχου και Τενοντόσαυρου, δύο γένη δεινοσαύρων που επίσης βρίσκονται στον Σχηματισμό Κλόβερλι στην Μοντάνα, ο οποίος έχει ραδιοχρονολογηθεί στο Άπτιο και Άλβιο στάδιο, υποδεικνύοντας παρόμοια ηλικία και για τον Άντλερς.[35] Συνεπώς ο Ακροκανθόσαυρος είναι πιο πιθανό να υπήρξε μεταξύ 125 και 100 εκατομμύρια χρόνια πριν.[3]

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η περιοχή του Τουίν Μάουντενς και του Άντλερς ήταν μεγάλη πεδιάδα πλημμυρών που αποστραγγίζονταν σε μία ρηχή εσωτερική θάλασσα. Λίγα εκατομμύρια χρόνια αργότερα, αυτή η θάλασσα επεκτάθηκε προς τα βόρεια γινόμενη η Δυτική Εσωτερική Θάλασσα (Western Interior Seaway) η οποία χώριζε τη Βόρεια Αμερική στα δύο, καθόλη τη διάρκεια του Ύστερου Κρητιδικού. Ο Σχηματισμός Γκλεν Ρόουζ αναπαριστά παράκτιο περιβάλλον, με πιθανά ίχνη Ακροκανθόσαυρων διατηρημένα σε λασποτόπια κατά μήκος της αρχαίας ακτογραμμής. Καθώς ο Ακροκανθόσαυρος ήταν μεγάλος θηρευτής, είναι αναμενόμενο ότι είχε εκτεταμένο εύρος φυσικής κατοικίας και έζησε σε πολλά διαφορετικά περιβάλλοντα της περιοχής.[31] Πιθανά θηράματά του περιλαμβάνουν σαυρόποδα όπως ο Παλουξύσαυρος[36] ή πιθανώς ακόμη και ο τεράστιος Σαυροποσειδών,[37] καθώς και μεγάλοι ορνιθόποδες όπως ο Τενοντόσαυρος.[38] Ο μικρότερος θηριόποδος Δεινόνυχος επίσης διαβιούσε στην περιοχή, αλλά καθώς είχε μήκος 3 μέτρα, το πιθανότερο είναι ότι ανταγωνίζονταν ελάχιστα τον Ακροκανθόσαυρο.[35]

  1. 1,0 1,1 Bates, K.T.; Manning, P.L.; Hodgetts, D.; Sellers, W.I. (2009). «Estimating Mass Properties of Dinosaurs Using Laser Imaging and 3D Computer Modelling». PLoS ONE 4 (2): e4532. doi:10.1371/journal.pone.0004532.  (Πλήρες κείμενο).
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 2,8 Currie, Philip J.; Carpenter, Kenneth. (2000). «A new specimen of Acrocanthosaurus atokensis (Theropoda, Dinosauria) from the Lower Cretaceous Antlers Formation (Lower Cretaceous, Aptian) of Oklahoma, USA». Geodiversitas 22 (2): 207–246. http://www.mnhn.fr/publication/geodiv/g00n2a3.html. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Holtz, Thomas R.· Molnar, Ralph E.· Currie, Philip J. (2004). «Basal Tetanurae». Στο: Weishampel, David B.· Dodson, Peter· Osmólska, Halszka. The Dinosauria (2η έκδοση). Berkeley: University of California Press. σελίδες 71–110. ISBN 0-520-24209-2. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Stovall, J. Willis; Langston, Wann. (1950). «Acrocanthosaurus atokensis, a new genus and species of Lower Cretaceous Theropoda from Oklahoma». American Midland Naturalist 43: 696–728. doi:10.2307/2421859. 
  5. Molnar, Ralph E.· Kurzanov, Sergei M.· Dong Zhiming. (1990). «Carnosauria». Στο: Weishampel, David B.· Dodson, Peter· Osmólska, Halszka. The Dinosauria (1η έκδοση). Berkeley: University of California Press. σελίδες 169–209. ISBN 0-520-06727-4. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 6,6 6,7 Harris, Jerald D. (1998). «A reanalysis of Acrocanthosaurus atokensis, its phylogenetic status, and paleobiological implications, based on a new specimen from Texas». New Mexico Museum of Natural History and Science Bulletin 13: 1–75. 
  7. 7,0 7,1 Naish, Darren· Hutt, Stephen· Martill, David M. (2001). «Saurischian Dinosaurs 2: Theropods». Dinosaurs of the Isle of Wight. London: The Palaeontological Association. σελίδες 242–309. ISBN 978-0901702722. 
  8. Sereno, Paul C.; Dutheil, Didier B.; Iarochene, M. και άλλοι. (1996). «Predatory dinosaurs from the Sahara and Late Cretaceous faunal differentiation». Science 272 (5264): 986–991. doi:10.1126/science.272.5264.986. PMID 8662584. 
  9. Romer, Alfred S. (1956). Osteology of the Reptiles. Chicago: University of Chicago Press. σελ. 772. ISBN 0-89464985-X. 
  10. Walker, Alick D. (1964). «Triassic reptiles from the Elgin area: Ornithosuchus and the origin of carnosaurs». Philosophical Transactions of the Royal Society of London, Series B, Biological Sciences 248: 53–134. doi:10.1098/rstb.1964.0009. 
  11. Romer, Alfred S. (1966). Vertebrate Paleontology (3η έκδοση). Chicago: University of Chicago Press. σελ. 468. ISBN 0-7167-1822-7. 
  12. Carroll, Robert L. (1988). Vertebrate Paleontology and Evolution. W.H. Freeman and Company. ISBN 0716718227. 
  13. Lambert, David· The Diagram Group (1983). «Spinosaurids». A Field Guide to Dinosaurs. New York: Avon Books. σελίδες 84–85. ISBN 0-380-83519-3. 
  14. Norman, David B. (1985). «Carnosaurs». The Illustrated Encyclopedia of Dinosaurs: An Original and Compelling Insight into Life in the Dinosaur Kingdom. New York: Crescent Books. σελίδες 62–67. ISBN 0-517-468905. 
  15. 15,0 15,1 Glut, Donald F. (1982). The New Dinosaur Dictionary. Secaucus, NJ: Citadel Press. σελίδες 39, 48. ISBN 0-8065-0782-9. 
  16. Paul, Gregory S. (1988). «Genus Acrocanthosaurus». Predatory Dinosaurs of the World. New York: Simon & Schuster. σελίδες 314–315. ISBN 0-671-61946-2. 
  17. Olshevsky, George (1991). A Revision of the Parainfraclass Archosauria Cope, 1869, Excluding the Advanced Crocodylia. San Diego: Publications Requiring Research. σελ. 196. 
  18. Liddell, Henry George· Robert Scott (1980). Greek–English Lexicon, Abridged EditionΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-910207-4. 
  19. Langston, Wann R. (1947). A new genus and species of Cretaceous theropod dinosaur from the Trinity of Atoka County, Oklahoma. (Unpublished M.S. thesis). University of Oklahoma. 
  20. Czaplewski, Nicholas J.; Cifelli, Richard L.; Langston, Wann R., Jr. (1994). «Catalog of type and figured fossil vertebrates. Oklahoma Museum of Natural History». Oklahoma Geological Survey Special Publication 94 (1): 1–35. 
  21. Ratkevich, Ronald P. (1997). «Dinosaur remains of southern Arizona». Στο: Wolberg, Donald L.· Stump, Edward· Rosenberg, Gary. Dinofest International: Proceedings of a Symposium Held at Arizona State University. Philadelphia: Academy of Natural Sciences. ISBN 978-0935868944. 
  22. Ratkevich, Ronald P. (1998). «New Cretaceous brachiosaurid dinosaur, Sonorasaurus thompsoni gen. et sp. nov., from Arizona». Journal of the Arizona-Nevada Academy of Science 31 (1): 71–82. 
  23. Lipka, Thomas R. (1998). «The affinities of the enigmatic theropods of the Arundel Clay facies (Aptian), Potomac Formation, Atlantic Coastal Plain of Maryland». Στο: Lucas, Spencer G.· Kirkland, James I.· Estep, J.W. Lower and Middle Cretaceous Terrestrial Ecosystems. New Mexico Museum of Natural History and Science Bulletin 14. σελίδες 229–234. 
  24. Harris, Jerald D. (1998). «Large, Early Cretaceous theropods in North America». Στο: Lucas, Spencer G.· Kirkland, James I.· Estep, J.W. Lower and Middle Cretaceous Terrestrial Ecosystems. New Mexico Museum of Natural History and Science Bulletin 14. σελίδες 225–228. 
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 Senter, Phil; Robins, James H. (2005). «Range of motion in the forelimb of the theropod dinosaur Acrocanthosaurus atokensis, and implications for predatory behaviour». Journal of Zoology 266 (3): 307–318. doi:10.1017/S0952836905006989. 
  26. 26,0 26,1 Franzosa, Jonathan; Rowe, Timothy (2005). «Cranial endocast of the Cretaceous theropod dinosaur Acrocanthosaurus atokensis». Journal of Vertebrate Paleontology 25 (4): 859–864. doi:10.1671/0272-4634(2005)025[0859:CEOTCT]2.0.CO;2. http://www.bioone.org/perlserv/?request=get-abstract&issn=0272-4634&volume=025&issue=04&page=0859. 
  27. 27,0 27,1 Bird, Roland T. (1941). «A dinosaur walks into the museum». Natural History 43: 254–261. 
  28. Rogers, Jack V. (2002). «Theropod dinosaur trackways in the Lower Cretaceous (Albian) Glen Rose Formation, Kinney County, Texas». Texas Journal of Science 54 (2): 133–142. 
  29. Hawthorne, J. Michael; Bonem, Rena M.; Farlow, James O.; Jones, James O. (2002). «Ichnology, stratigraphy and paleoenvironment of the Boerne Lake Spillway dinosaur tracksite, south-central Texas». Texas Journal of Science 54 (4): 309–324. 
  30. Langston, Wann (1974). «Non-mammalian Comanchean tetrapods». Geoscience and Man 3: 77–102. 
  31. 31,0 31,1 Farlow, James O. (2001). «Acrocanthosaurus and the maker of Comanchean large-theropod footprints». Στο: Tanke, Darren· Carpenter, Ken. Mesozoic Vertebrate Life. Bloomington: Indiana University Press. σελίδες 408–427. ISBN 978-0253339072. 
  32. 32,0 32,1 Lockley, Martin G. (1991). Tracking Dinosaurs: A New Look at an Ancient World. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 252. ISBN 978-0521394635. 
  33. Thomas, David A.; Farlow, James O. (1997). «Tracking a dinosaur attack». Scientific American 266 (6): 48–53. 
  34. Jacobs, Louis L.; Winkler, Dale A.; Murry, Patrick A. (1991). «On the age and correlation of Trinity mammals, Early Cretaceous of Texas, USA». Newsletter of Stratigraphy 24: 35–43. 
  35. 35,0 35,1 Brinkman, Daniel L.; Cifelli, Richard L.; Czaplewski, Nicholas J. (1998). «First occurrence of Deinonychus antirrhopus (Dinosauria: Theropoda) from the Antlers Formation (Lower Cretaceous: Aptian – Albian) of Oklahoma». Oklahoma Geological Survey Bulletin 146: 1–27. 
  36. Rose, Peter J. (2007). «A new titanosauriform sauropod (Dinosauria: Saurischia) from the Early Cretaceous of central Texas and its phylogenetic relationships». Palaeontologia Electronica 10 (2): 65. http://palaeo-electronica.org/2007_2/00063/index.html.  [published online]
  37. Wedel, Matthew J. (2000). «Sauroposeidon proteles, a new sauropod from the Early Cretaceous of Oklahoma» (PDF). Journal of Vertebrate Paleontology 20 (1): 109–114. doi:10.1671/0272-4634(2000)020[0109:SPANSF]2.0.CO;2. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-10-31. https://web.archive.org/web/20071031032826/http://sauroposeidon.net/Wedel-et-al_2000a_sauroposeidon.pdf. Ανακτήθηκε στις 2010-05-26. 
  38. Winkler, Dale A.; Murry, Patrick A.; Jacobs, Louis L.. «A new species of Tenontosaurus (Dinosauria: Ornithopoda) from the Early Cretaceous of Texas». Journal of Vertebrate Paleontology 17 (2): 330–348. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-09-27. https://web.archive.org/web/20070927204451/http://www.vertpaleo.org/publications/jvp/17-330-348.cfm. Ανακτήθηκε στις 2010-05-26. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]