Ανταλλαγή αιχμαλώτων μικρασιατικού πολέμου
Η ανταλλαγή των (εκατέρωθεν) αιχμαλώτων του μικρασιατικού πολέμου (1919 – 1922) ήταν μια επίσημη συμφωνία μεταξύ των δυο πρώην εμπόλεμων μερών (Ελλάδα, Τουρκία) η οποία υλοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του 1923 υπό την εποπτεία διεθνούς επιτροπής που συστήθηκε ειδικά για αυτό το σκοπό. Η ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε σε αλλεπάλληλα στάδια σχεδόν καθόλο το έτος και προηγήθηκε της ανταλλαγής των πληθυσμών που εισηγήθηκε στην ΚτΕ ο λόρδος Κάρζον.
Υπόβαθρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον απόηχο του τερματισμού της μικρασιατικής εκστρατείας η οποία έληξε τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του 1922 βρίσκοντας ηττημένη την ελληνική πλευρά, τα υπολείμματα του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος διαπεραιώθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου διαπιστώθηκε ότι, πέραν των γνωστών ήδη απωλειών στα πεδία των μαχών, παρουσίαζε έλλειμμα περίπου 54.000 ανδρών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν περισσότεροι των 2.000 αξιωματικών, πλέον των αιχμαλωτισθέντων ανωτάτων βαθμοφόρων, Τρικούπη, Διγενή, Κλαδά και Δημαρά, των πρώτων Ελλήνων στρατηγών και λοιπών υψηλόβαθμων αξιωματικών στα χρονικά, που είχαν αναγκασθεί να παραδοθούν στον εχθρό. Η τουρκική πλευρά, εντούτοις, έκανε λόγο για μόνο 32.000 αιχμαλώτους Έλληνες στρατιωτικούς. Ο αντίστοιχος αριθμός Τούρκων στρατιωτικών που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στην Ελλάδα δεν ξεπερνούσε τους 10.000 άνδρες.
Η συμφωνία της ανταλλαγής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατόπιν αυτών, συγκλήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας μια αρχική διάσκεψη για να ρυθμίσει το ζήτημα της ανταλλαγής των αιχμαλώτων των δυο πλευρών, η οποία κατέληξε σε συμφωνία που υπογράφτηκε στις 17/30 Ιανουαρίου του 1923. Βάσει αυτής Ελλάδα και Τουρκία δεσμεύονταν, αφού πρώτα παρουσίαζαν πλήρεις καταλόγους αιχμαλώτων, να εφαρμόσουν άμεσα τη διαδικασία με τη χρήση ατμοπλοίων. Ως καταληκτική ημερομηνία για την ολοκλήρωση της στρατιωτικής ανταλλαγής οριζόταν η 1 Μαΐου 1923, οπότε θα ξεκινούσε η ανταλλαγή των πολιτικών ομήρων[1]. Ωστόσο η τουρκική πλευρά, είτε λόγω αντικειμενικής δυσκολίας στην καταγραφή, είτε από σκοπιμότητα[2] δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στην ανωτέρω προϋπόθεση[3]. Σύμφωνα πάντως με ορισμένες πληροφορίες, η Ερυθρά Ημισέληνος ενημέρωσε εγγράφως τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό ότι οι κρατούμενοι Έλληνες στρατιωτικοί ανέρχονταν στον αριθμό των 52.000 οπλιτών και 1.200 αξιωματικών. Χαρακτηριστικό της μεγάλης καθυστέρησης για την έναρξη ανταλλαγής των πολιτικών ομήρων είναι το γεγονός ότι η Τουρκική κυβέρνηση μόλις στα τέλη Νοεμβρίου ανακοίνωσε ότι ήταν έτοιμη να ξεκινήσει τη σχετική διαδικασία[4].
Η ανταλλαγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ανταλλαγή των αιχμαλώτων άρχισε επίσημα στις 17 Μαρτίου του 1923 και εκτυλίχθηκε σε διαδοχικές φάσεις[5] [6], υπερβαίνοντας όμως κατά πολύ το αρχικό χρονοδιάγραμμα που είχε τεθεί, αφού –θεωρητικά τουλάχιστον- ολοκληρώθηκε στις 13 Ιουνίου 1923, όταν το σύνολο των Τούρκων στρατιωτικών (10.000 αιχμάλωτοι) είχε απελευθερωθεί, μαζί με ίσο αριθμό Ελλήνων, όπως όριζε η συμφωνία. Για τους υπόλοιπους Έλληνες στρατιώτες συμφωνήθηκε να επιστραφούν μετά την οριστική υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Παρόλα αυτά, καταγγελίες για σημαντικό αριθμό Ελλήνων αιχμαλώτων οι οποίοι κρατούνταν λόγω των εξειδικευμένων γνώσεών τους (τεχνίτες, οπλίτες πυροβολικού κ.α.) από τους Τούρκους σε διάφορες απόμερες περιοχές[7] προκειμένου να χρησιμοποιηθούν αργότερα σε καταναγκαστικά και άλλα έργα, είχαν σαν αποτέλεσμα, με πρωτοβουλία του ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, να συσταθεί 5μελής διεθνής επιτροπή για τη διερεύνηση του θέματος. Την επιτροπή αποτελούσαν ο Ιταλός στρατηγός Γκαντίνι, ο Άγγλος ταγματάρχης Ντάραν, ο Σουηδός Λούνοβοργκ, ο Ελβετός Πετί-Μερμέ και ο Έλληνας καθηγητής Α. Ανδρεάδης. Η επιτροπή, ύστερα από έρευνα που πραγματοποίησε, υπέβαλε έκθεση που αποτελούνταν από συνολικά 60 σελίδες. Σύμφωνα με αυτήν, από τους αιχμάλωτους 2.250 Έλληνες αξιωματικούς στη ζωή βρίσκονταν μόλις 750, ενώ από τους 54.000 ελλείποντες οπλίτες είχαν επιζήσει μόλις 14.000. Οι υπόλοιποι (συνολικά περίπου 41.500 άνδρες, εκ των οποίων 1.500 αξιωματικοί και 40.000 στρατιώτες) είχαν αποβιώσει είτε λίγο μετά τη σύλληψή τους[8], είτε κατά τη διάρκεια της κράτησής τους[9] [10] ή και παρέμειναν κρατούμενοι στην Τουρκία και απεβίωσαν τελικά εκεί, αργότερα, δίχως να τους δοθεί ποτέ η ευκαιρία να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Στις 22 Αυγούστου του 1923 επέστρεψαν οι τρεις Έλληνες στρατηγοί Τρικούπης, Διγενής και Δημαράς, μαζί με 226 αξιωματικούς[11]. Ο Τούρκος στρατηγός Τζαφέρ Ταγιάρ είχε προηγουμένως ανταλλαχθεί με τον Έλληνα ομόβαθμό του, Κλαδά[12] [13]
Διαπιστώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εμφανής υπήρξε η αντίθεση μεταξύ της φυσικής κατάστασης και της εν γένει εμφάνισης των Ελλήνων με τους Τούρκους αιχμαλώτους, η οποία διαπιστώθηκε κατά την ανταλλαγή τους. Ενώ η εικόνα των Τούρκων αιχμαλώτων ως προς την υγιεινή και τον ιματισμό τους ήταν λίαν ικανοποιητική[14] [15], δεν μπορούσε να ειπωθεί το ίδιο για τους Έλληνες[16] [17]. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι, αμέσως με την άφιξή τους, οι Έλληνες στρατιωτικοί οδηγούνταν σε λοιμοκαθαρτήρια[18]. Διαφορετική, ωστόσο, ήταν η εικόνα την οποία διαπίστωσε η διεθνής επιτροπή για τους Έλληνες αιχμαλώτους του στρατοπέδου Σμύρνης, το οποίο επισκέφθηκαν τα μέλη της, ιατροί Λίντζε και Παζ, «εύρον δ’ αυτό εις λίαν ικανοποιητικήν κατάστασιν»[19] Την κατάσταση και τις συνθήκες που βίωσαν κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους ως κρατούμενοι Έλληνες στρατιώτες στα ενδότερα της Μικράς Ασίας και αλλού, περιέγραψαν με γλαφυρό τρόπο, στα απομνημονεύματα που εξέδωσαν μερικά χρόνια μετά την απελευθέρωσή τους, ο αξιωματικός του πυροβολικού και δημοσιογράφος Πολύμερος Μοσχοβίτης και ο γαλλομαθής Σμυρνιός Χρίστος Σπανομανώλης[20], του οποίου τα δύο αδέλφια Δημήτριος και Κωνσταντίνος απεβίωσαν στα τουρκικά στρατόπεδα κράτησης.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εφημερίδα ‘Έθνος’, φύλλο της 26 Μαρτίου 1923, σελ. 4: «Έρχονται πολιτικοί αιχμάλωτοι»
- ↑ Εφημερίδα ‘Μακεδονία’, φύλλο της 28 Μαρτίου 1923, σελ. 2: «Δεν υπάρχουν πλέον Έλληνες εν Μικρά Ασία!»
- ↑ Εφημερίδα ‘Εμπρός’, φύλλο της 27 Μαρτίου 1923, σελ. 4: «Οι Τούρκοι δεν παρέδωσαν ουδένα Έλληνα πολιτικόν αιχμάλωτον. Τα πλοία επέστρεψαν κενά»
- ↑ Εφημερίδα 'Έθνος', φύλλο της 20 Νοεμβρίου 1923, σελ. 4: "Αποδίδονται οι εν Μικρά Ασία πολιτικοί όμηροι"
- ↑ Εφημερίδα ‘Μακεδονία’, φύλλο της 29 Μαρτίου 1923, σελ. 4: «Η ανταλλαγή των αιχμαλώτων»
- ↑ Εφημερίδα ‘Έθνος’, φύλλο της 1 Απριλίου 1923, σελ. 4: «Άφιξις 600 αιχμαλώτων μας»
- ↑ Φύλλο εφημερίδας ‘Έθνος’ της 2 Απριλίου 1923, σελ. 4: «Ποιους κρατούν οι Τούρκοι»
- ↑ Εφημερίδα ‘Εμπρός’, φύλλο της 6 Απριλίου 1923, σελ. 4: «Φρικιαστικαί αφηγήσεις»
- ↑ Εφημερίδα Έθνος’ της 5 Απριλίου 1923, σελ. 3: «Απαγχονισθέντες αξιωματικοί»
- ↑ Εφημερίδα ‘Εμπρός’ της 15 Απριλίου 1923, σελ. 4: «Να προκληθεί διεθνής έρευνα δια την εξαφάνισιν 116 αξιωματικών»
- ↑ Φύλλο εφημερίδας 'Έθνος' της 22/8/1923, σελ. 3: "Άφιξις των στρατηγών Τρικούπη, Διγενή, Δημαρά και 226 άλλων αξιωματικών"
- ↑ Εφημερίδα ‘Έθνος’ της 2 Απριλίου 1923, σελ. 4: «Έρχονται 3.000 νέοι αιχμάλωτοι και ο στρατηγός Κλαδάς μαζί με 40 αξιωματικούς»
- ↑ Εφημερίδα ‘Εμπρός’ της 12 Απριλίου 1923, σελ. 1: «Ο στρατηγός Κλαδάς και 2.778 αιχμάλωτοι έφτασαν χθες»
- ↑ Εφημερίδα ‘Έθνος’ της 5 Απριλίου 1923, σελ. 4: «Μια χαρακτηρηστική τουρκική ομολογία δια τους αιχμαλώτους»
- ↑ Εφημερίδα ‘Μακεδονία’ της 6 Απριλίου 1923, σελ. 3: «Η ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Οι Τούρκοι ευχαριστημένοι από τους ιδικούς των»
- ↑ Εφημερίδα ‘Εμπρός’ της 8 Απριλίου 1923, σελ. 4: «Διαμαρτυρία δια την οικτράν κατάστασιν των αιχμαλώτων μας»
- ↑ Φύλλα εφημερίδα ‘Εθνος’ της 15 Απριλίου 1923, σελ. 1: «Διαπόμπευσις» και της 20 Απριλίου 1923, σελ. 3: «Η κόλασις των αιχμαλώτων»
- ↑ Εφημερίδα ‘Έθνος’ της 1 Απριλίου 1923, σελ. 4: «Άφιξις 600 αιχμαλώτων μας»
- ↑ «Ανακοινωθέν της διεθνούς επιτροπής ανταλλαγής των αιχμαλώτων», στην εφημερίδα ‘Εμπρός’, βλέπε στο φύλλο της 29 Μαρτίου 1923, σελ. 4 και στην εφημερίδα ‘Μακεδονία’ στο φύλλο της ίδιας ημέρας, σελ. 4
- ↑ "Το ήθος των αεροπόρων μας. Με τη ματιά ενός αυτόπτη μάρτυρα..." Ανακτήθηκε στις 19/11/2020