Υπόθεση Σλουτσκ
Η Υπόθεση Σλουτσκ (αγγλικά: Slutsk affair) αναφέρεται στη σφαγή χιλιάδων Εβραίων και άλλων που συνέβησαν στη πόλη Σλατσκ της Λευκορωσίας στη Σοβιετική Ένωση, τον Οκτώβριο του 1941, κοντά στην πόλη του Μινσκ ενώ ήταν υπό γερμανική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δράστες ήταν ένας συνδυασμός των ειδικών δυνάμεων της Γκεστάπο και των λιθουανών συμμάχων του Τρίτου Ράιχ. Σχεδόν 4.000 Εβραίοι δολοφονήθηκαν σε διάστημα δύο ημερών μαζί με χιλιάδες κατοίκους που δεν ήταν Εβραίοι.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πόλη Σλουτσκ είχε μεγάλη συγκέντρωση Εβραίων, καθώς και μεγάλο αριθμό Λευκορώσων. Αν και η γερμανική κυβέρνηση είχε προηγουμένως υπογράψει σύμφωνο μη επιθετικότητας (το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ) με τη Σοβιετική Ένωση, οι Ναζιστικές δυνάμεις, ενθαρρυνμένοι από την επιτυχία τους στη Δυτική Ευρώπη, σχεδίασαν και εκτελέσαν την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, και εισέβαλαν στον πρώην σύμμαχό τους στις 22 Ιουνίου 1941 Στην πορεία, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν έναν αριθμό συμμάχων σε δορυφορικά έθνη.
Στις 27 Οκτωβρίου 1941, τέσσερις μονάδες στρατιωτικής αστυνομίας που είχαν τοποθετηθεί στο Κάουνας εισήλθαν στην πόλη με την ανάθεση εκκαθάρισης του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης εντός δύο ημερών. Αυτή η «ειδική επιχείρηση ασφάλειας» που ηγείται το Einsatzgruppen (Τάγματα θανάτου) των SS, ενήργησε χωρίς άδεια από τις τοπικές γερμανικές πολιτικές διοικήσεις και τις αρχές ασφαλείας των SS που είχαν συγκεντρώσει διάφορους εξειδικευμένους εργαζόμενους από τον πληθυσμό.
Οι Εβραίοι περικυκλώθηκαν, απομακρύνθηκαν από τα σπίτια τους και δολοφονήθηκαν μαζικά, σε μια φρενίτιδα που όχι μόνο οι Εβραίοι, αλλά και άλλοι κατοικοι στην περιοχή σφαγιάστηκαν. Η γερμανική πολιτική διοίκηση στη Λευκορωσία ήταν εξοργισμένη, αφού κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να κερδίσει την εύνοια του τοπικού πληθυσμού σύμφωνα με τις οδηγίες του Φύρερ.
Ο Γενικός Επίτροπος της Λευκορωσίας Βίλχελμ Κουμπ έγραψε σε ένδειξη διαμαρτυρίας στον προϊστάμενό του και στον Ραϊχσφύρερ των SS Χάινριχ Χίμλερ:
«Η πόλη ήταν μια εικόνα τρόμου κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Με απερίγραπτη βαρβαρότητα εκ μέρους τόσο των γερμανών αστυνομικών και ιδιαίτερα των λιθουανών αντάρτων, ο εβραϊκός λαός, αλλά και μεταξύ τους Λευκορώσοι, απομακρύνθηκαν από τα σπίτια τους συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. Παντού στην πόλη ακούγονταν πυροβολισμοί και σε διαφορετικούς δρόμους συσσωρεύονταν πτώματα εκτελεσμένων Εβραίων. Οι Λευκορώσοι αντιμετώπιζαν τη μεγαλύτερη δυσφορία για να απελευθερωθούν από την περικύκλωση των Ταγμάτων θάνατου».
Η επιστολή κατέληξε:
«Υποβάλλω αυτήν την έκθεση εις διπλούν, ώστε να μπορεί να διαβιβαστεί ένα αντίγραφο στον Υπουργό του Ράιχ. Η ειρήνη και η τάξη δεν μπορούν να διατηρηθούν στη Λευκορωσία με τέτοιες μεθόδους. Το να θάβεις σοβαρά τραυματισμένους ανθρώπους ζωντανούς που κατάφεραν να ξεφύγουν από τους τάφους τους είναι μια βρώμικη πράξη που τα περιστατικά ως τέτοια πρέπει να αναφέρονται στον Φύρερ και τον Στρατάρχη».[1]
Ο Αδόλφος Χίτλερ, από όλες τις έρευνες που υπήρξαν, δεν ενημερώθηκε ποτέ για το συμβάν, καθώς στη συνέχεια πίστευε λανθασμένα ότι οι αντάρτες που ήταν προσκείμενοι στο Ναζιστικό καθεστώς μεταξύ του πληθυσμού της Λευκορωσίας θα υποστήριζαν τους Γερμανούς στη συνεχιζόμενη εισβολή.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ναζιστική συνωμοσία και επιθετικότητα: Τόμος 3ος. Γραφείο του επικεφαλής συμβούλου των Ηνωμένων Πολιτειών για τη δίωξη των εγκλημάτων του άξονα. Ουάσινγκτον: Κυβερνητικό Τυπογραφείο των ΗΠΑ. 1946. σελ.783-789. ανακτήθηκε στις 19 Σεπεμβρίου 2020.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συντεταγμένες: 53°01′01″N 27°19′48″E / 53.0170°N 27.3300°E