Adresa
:
[go:
nahoru
,
domu
]
Appendix
:
Greek verbs/Α
From Wiktionary, the free dictionary
<
Appendix:Greek verbs
Archived revision by
Saltmarsh
(
talk
|
contribs
)
as of 11:12, 27 January 2019.
(diff) ← Older revision |
Latest revision
(
diff
) |
Newer revision →
(
diff
)
Jump to navigation
Jump to search
Active
present
English
Active
simple past
Passive
present
Passiave
simple past
Passive
perfect participle
αβαντζάρω
,
αβαντσάρω
deposit, offer
αβαντζάρισα
—
—
—
αβαράρω
fend off, push awa
αβαβάρισα
—
—
—
αβασκαίνω
(
βασκαίνω
)
put the evil eye
αβάσκανα
αβασκαίνομαι
αβασκάθηκα
αβασκαμένος
αβγαταίνω
increase
αβγάτυνα
—
—
—
αβγατίζω
increase
αβγάτισα
—
—
αβγατισμένος
αβγοκόβω
(
αυγοκόβω
)
add
αβγολέμονο
αβγόκοψα
αβγοκόβομαι
αβγοκόπηκα
αβγοκομμένος
αβλεπτώ
not see, overlook
—
—
αγαθεύω
look naive
αγάθεψα
—
—
αγαθοφέρνω
look gullible
αγαθόφερνα
—
—
—
αγαλλιάζω
(
αγαλλιώ
)
rejoice
αγαλλίασα
—
—
αγαλλιασμένος
—
—
—
αγάλλομαι
—
—
αγανακτώ
,
αγαναχτώ
exasperated, angry
αγανάκτησα
,
αγανάχτησα
—
—
αγανακτισμένος
,
αγαναχτισμένος
αγαντάρω
endure
αγάνταρα
,
αγαντάρισα
—
—
αγανταρισμένος
αγαπάω
,
αγαπώ
love
αγάπησα
αγαπιέμαι
αγαπήθηκα
αγαπημένος
αγαπίζω
reconcile
αγάπισα
—
—
—
αγαπώ
,
αγαπάω
love
,
like
αγάπησα
αγαπιέμαι
αγαπήθηκα
αγαπημένος
αγγαρεύω
enslave
αγγάρεψα
αγγαρεύομαι
αγγαρεύτηκα
αγγαρεμένος
—
—
—
αγγελιάζομαι
αγγελιάστηκα
αγγελιασμένος
αγγέλλω
,
αγγέλω
announce
ήγγειλα
,
άγγειλα
αγγέλλομαι
αγγέλθηκα
αγγελμένος
αγγελοκρούω
αγγελόκρουσα
—
αγγελοκρούομαι
αγγελοκρουσμένος
αγγίζω
touch
άγγιξα
αγγίζομαι
αγγίχτηκα
αγγιγμένος
αγγλοποιώ
anglicise
αγγλοποίησα
αγγλοποιούμαι
—
αγγλοποιημένος
αγγλοφέρνω
—
—
αγιάζω
sanctify
αγίασα
,
άγιασα
αγιάζομαι
αγιάστηκα
+
αγιασμένος
αγιογραφώ
paint incons
αγιογράφησα
αγιογραφούμαι
αγιογραφήθηκα
αγιογραφημένος
αγιοποιώ
canonise
αγιοποίησα
αγιοποιούμαι
αγιοποιήθηκα
αγιοποιημένος
αγκαζάρω
engage
αγκαζάρισα
—
—
αγκαζαρισμένος
αγκαλιάζω
embrace
αγκάλιασα
αγκαλιάζομαι
αγκαλιάστηκα
αγκαλιασμένος
αγκιστρώνω
hook
αγκίστρωσα
αγκιστρώνομαι
αγκιστρώθηκα
αγκιστρωμένος
αγκομαχώ
,
αγκομαχάω
puff
,
gasp
,
chug
αγκομάχησα
—
—
αγκριώνω
—
αγκυλώνω
prick
αγκύλωσα
αγκυλώνομαι
αγκυλώθηκα
αγκυλωμένος
αγκυροβολώ
anchor
αγκυροβόλησα
—
—
αγκυροβολημένος
αγκωνιάζω
angulate
αγκώνιασα
αγκωνιάζομαι
αγκωνιάστηκα
αγκωνιασμένος
αγλαΐζω
brighten
αγλάισα
αγλαΐζομαι
αγλαισμένος
αγναντεύω
survey
αγνάντεψα
—
—
αγνίζω
—
αγνοώ
ignore
αγνόησα
αγνοούμαι
αγνοήθηκα
αγνοημένος
αγνωμονώ
—
αγοράζω
buy
αγόρασα
αγοράζομαι
αγοράστηκα
αγορασμένος
αγοράζω
purchase
αγόρασα
αγοράζομαι
αγοράστηκα
αγορασμένος
αγορεύω
orate
αγόρευσα
—
—
—
αγοροφέρνω
—
αγουροξυπνώ
—
αγουροφέρνω
—
αγρεύω
—
αγριεύω
taunt
,
scare
αγρίεψα
αγριεύομαι
αγριεύτηκα
αγριεμένος
αγρικώ
,
αγροικώ
,
γρικώ
hear
,
understand
αγρίκησα
—
αγριοκοιτάζω
glower
at
αγριοκοίταξα
αγριοκοιτάζομαι
αγριοκοιτάχτηκα
αγριοκοιταγμένος
αγριοκοιτώ
,
αγριοκοιτάω
αγριομιλώ
,
αγριομιλάω
αγροικώ
αγρυπνώ
,
αγρυπνάω
keep watch
,
stay
awake
αγρύπνησα
—
—
αγρυπνισμένος
—
—
—
άγχομαι
—
—
—
—
αγχώνομαι
—
αγχώνω
make
anxious
άγχωσα
αγχώνομαι
αγχώθηκα
αγχωμένος
άγω
lead
ήγαγα
άγομαι
άχθηκα
αγμένος
—
—
—
αγωνίζομαι
αγωνίστηκα
αγωνιζομένος
—
—
αγωνίζομαι
αγωνίστηκα
—
αγωνιώ
be in
agony
αγωνιούσα
—
—
αγωροφέρνω
—
αδειάζω
unload
,
empty
άδειασα
αδειάζομαι
αδειάστηκα
αδειασμένος
αδελφώνω
,
αδερφώνω
fraternise
αδέλφωσα
,
αδέρφωσα
αδελφώνομαι
,
αδερφώνομαι
αδελφώθηκα
,
αδερφώθηκα
αδελφωμένος
,
αδερφωμένος
αδημονώ
αδημονούσα
αδιαθετώ
αδιαθέτησα
αδιαφορώ
be
indifferent
to
αδιαφόρησα
—
—
αδικοπραγώ
—
αδικώ
injure
, be
unfair
αδίκησα
αδικούμαι
,
αδικιέμαι
αδικήθηκα
αδράζω
—
αδρανοποιώ
still
αδρανοποίησα
αδρανοποιούμαι
αδρανοποιήθηκα
αδρανοποιημένος
αδρανώ
αδράνησα
αδράχνω
grasp
άδραξα
αδροπληρώνω
—
αδυνατίζω
become
thin
αδυνάτισα
αδυνατώ
be
incapable
αδυνατούσα
άδω
sing
αεριοποιώ
aerate
,
gasify
αεριοποίησα
αερίζω
air
αέρισα
αερίζομαι
αεροβατώ
daydream
αεροκοπανίζω
labour
in vain
αερολογώ
talk
nonsense
αερολόγησα
αερομαχώ
—
αεροποιώ
αεροποιούμαι
αεροφωτογραφίζω
take
aerial photographs
αεροφωτογράφισα
αεροφωτογραφίζομαι
αεροφωτογραφίστηκα
αεροφωτογραφισμένος
αεροφωτογραφώ
take
aerial photographs
αεροφωτογράφησα
αεροφωτογραφούμαι
αεροφωτογραφήθηκα
αεροφωτογραφημένος
αηδιάζω
be
disgusted
αηδίασα
—
—
αηδιασμένος
αηδονολαλώ
—
αθεΐζω
—
αθετώ
renege
αθέτησα
αθετούμαι
αθετήθηκα
αθετημένος
αθλοθετώ
αθλοθετούμαι
—
—
—
αθλούμαι
αθλήθηκα
αθλούμενος
αθροίζω
add up
άθροισα
αθροίζομαι
αθροίστηκα
αθροισμένος
αθυμώ
—
αθωώνω
acquit
αθώωσα
αθωώνομαι
αθωώθηκα
αθωωμένος
—
—
αιδούμαι
αιθεροβατώ
—
αιθριάζω
—
αιμάσσω
bleed
ήμαξα
ημαγμένος
αιματοκυλίζω
αιματοκυλίζομαι
αιματοκυλώ
,
αιματοκυλάω
—
αιματοκυλώ
αιματοκυλιέμαι
αιματώνω
—
αιμορραγώ
haemorrhage
αιμορράγησα
αιμορροώ
—
αινώ
—
αίρω
raise
,
remove
ήρα
αίρομαι
άρθηκα
ηρμένος
*not in table
—
—
—
αισθάνομαι
αισθάνθηκα
—
—
αισθάνομαι
αισθάνθηκα
—
αισθηματολογώ
αισθητοποιώ
—
αισιοδοξώ
—
αισχροκερδώ
—
αισχρολογώ
—
—
—
—
αισχύνομαι
αισχύνθηκα
αισχυνόμενος
—
αιτιάζομαι
αιτιολογώ
rationalise
αιτιολόγησα
αιτιολογούμαι
—
—
—
αιτιώμαι
αιτώ
request
αιτούσα
αιτούμαι
αιτήθηκα
αιφνιδιάζω
ambush
αιφνιδίασα
αιφνιδιάζομαι
αιχμαλωτίζω
capture
αιχμαλώτισα
αιχμαλωτίζομαι
—
—
—
αιωρούμαι
αιωρήθηκα
ακαματεύω
—
—
ακινητοποιούμαι
ακινητώ
,
ακινητοποιώ
—
—
ακκίζομαι
ακλουθώ
—
ακμάζω
prosper
ήκμασα
ακολασταίνω
—
ακολουθώ
,
ακολουθάω
follow
ακολούθησα
ακολουθούμαι
,
ακολουθιέμαι
ακολουθήθηκα
ακομπανιάρω
ακονίζω
sharpen
ακόνισα
ακονίζομαι
ακοντίζω
—
ακουμπώ
,
ακουμπάω
ακουμπώ
touch
ακούμπησα
—
—
ακουμπισμένος
—
—
ακούομαι
ακούω
,
ακούγω
hear
,
listen
άκουσα
ακούγομαι
ακούστηκα
ακουσμένος
ακριβαίνω
ακριβολογώ
—
ακριβοπληρώνω
—
—
—
ακριβοπουλιέμαι
ακριβοπουλώ
—
ακριτολογώ
—
—
—
ακροάζομαι
ακροβατώ
—
—
—
ακροβολίζομαι
ακροπατώ
—
—
—
ακροώμαι
ακρωτηριάζω
amputate
ακρωτηρίασα
ακρωτηριάζομαι
ακτινοβολώ
,
ακτινοβολάω
beam
,
radiate
ακτινοβόλησα
ακτινογραφώ
x-ray
ακτινογράφησα
ακτινοσκοπώ
ακτοπλοώ
ακυρολεκτώ
—
ακυρώ
,
ακυρώνω
ακυρώνομαι
—
—
αλαζονεύομαι
αλαλάζω
αλαλιάζω
αλαργεύω
αλατίζω
salt
αλάτισα
αλατίζομαι
αλατοπιπερώνω
αλαφιάζω
αλαφιάζομαι
αλαφραίνω
—
—
—
αλαφροζυγιάζομαι
αλαφροπατώ
—
αλαφρώνω
—
αλγώ
—
αλεγράρω
αλέθω
grind
άλεσα
αλέθομαι
—
—
αλείβομαι
αλείφω
,
αλείβω
spread
,
smear
άλειψα
αλείφομαι
αλείφτηκα
αλετρίζω
—
αλευροποιώ
—
αλευρώνω
αλευρώνομαι
αληθεύω
—
αλησμονώ
,
αλησμονάω
—
αλητεύω
loaf
,
bum around
αλήτεψα
αλιεύω
αλιεύομαι
αλλάζω
change
άλλαξα
αλλάζομαι
αλλάχτηκα
αλλάζω
change
άλλαξα
αλλάζομαι
αλλάχτηκα
αλλαγμένος
αλλαξοδρομώ
—
αλλαξοπιστώ
—
αλλάσσω
—
αλληγορώ
—
αλληθωρίζω
—
αλληλεπιδρώ
—
αλληλεπικοινωνώ
—
—
—
αλληλοαπάγομαι
—
—
αλληλοβοηθιέμαι
—
—
αλληλοβοηθούμαι
—
—
αλληλοβρίζομαι
αλληλογραφώ
correspond
αλληλογράφησα
—
—
αλληλοκατηγορούμαι
—
—
αλληλοκοιτάζομαι
—
—
αλληλοπαντρεύομαι
—
—
αλληλοσκοτώνομαι
—
—
αλληλοσπαράζομαι
—
—
—
αλληλοσυγκρούομαι
αλληλοσυγκρούστηκα
αλληλοσυγκρουόμενος
—
—
αλληλοσυμπληρώνομαι
αλληλοσυνδέω
—
—
—
αλληλοτρώγομαι
—
—
αλληλοϋποστηρίζομαι
αλληθωρίζω
,
αλλοιθωρίζω
squint
αλληθώρισα
—
αλλοιώνω
taint
αλλοίωσα
αλλοιώνομαι
αλλοτριώνω
αλλοτριώνομαι
αλμυρίζω
—
αλυσοδένω
chain
αλυσόδεσα
αλυσοδένομαι
αλυσώνω
—
αλυχτώ
,
αλυχτάω
—
αλφαδιάζω
level
αλφάδιασα
αλφαδιάζομαι
αλφαδιάστηκα
αλφαδιασμένος
αλφαδιάζω
αλφαδιάζομαι
αλωνίζω
αλωνίζομαι
αμαλγαμώνω
—
αμαρτάνω
,
αμαρταίνω
sin
αμάρτησα
—
—
αμαυρώνω
αμαυρώνομαι
αμβλύνω
blunten
άμβλυνα
αμβλύνομαι
—
αμείβομαι
αμείβω
αμέλγω
—
αμελώ
αμελούμαι
αμερικανίζω
—
—
—
αμερικανοκρατούμαι
αμεροληπτώ
—
—
—
αμιλλώμαι
—
—
—
—
αμιλλώμαι
—
—
αμνηστεύομαι
αμνηστεύω
—
αμολώ
,
αμολάω
—
αμολώ
αμολιέμαι
αμπαλάρω
wrap
,
pack
αμπαλάρισα
αμπαλάρομαι
αμπαλαρίστηκα
αμπαρώνω
bolt
,
lock
αμπάρωσα
αμπαρώνομαι
αμποδένω
—
αμπραγιάρω
—
αμπώχνω
—
—
—
αμύνομαι
αμφιβάλλω
doubt
αμφέβαλα
—
—
αμφιβάλλω
doubt
αμφέβαλα
—
—
—
αμφιρρέπω
αμφισβητώ
contest
αμφισβήτησα
αμφισβητούμαι
—
—
αμφιταλαντεύομαι
αναβαθμίζω
αναβαθμίζομαι
αναβάλλω
delay
ανέβαλα
αναβάλλομαι
αναβλήθηκα
αναβαθμολογώ
re-mark
αναβαθμολόγησα
αναβαθμολογούμαι
αναβαθμολογήθηκα
αναβαθμολογημένος
αναβαίνω
,
ανεβαίνω →
αναβάλλω
postpone
ανέβαλα
αναβάλλομαι
αναβλήθηκα
—
αναβαπτίζω
αναβαπτίζομαι
αναβαστάζω
αναβαστάζομαι
αναβαφτίζω
—
—
—
αναβιβάζομαι
αναβιώ
αναβιώνω
—
αναβλέπω
αναβλύζω
,
αναβρύζω
ooze
αναβοσβήνω
flicker
,
turn
on and off
αναβόσβησα
—
αναβοώ
shout out
ανεβόησα
—
αναβράζω
αναβρύζω
—
ανάβω
light
άναψα
ανάβομαι
ανάφτηκα
αναγαλλιάζω
rejoice
αναγγέλλω
,
αναγγέλω
announce
ανήγγειλα
,
ανάγγειλα
αναγγέλλομαι
αναγγέλθηκα
αναγεννώ
regenerate
αναγεννιέμαι
,
αναγεννώμαι
αναγέρνω
—
αναγιγνώσκω
—
αναγινώσκω
αναγκάζω
compel
ανάγκασα
αναγκάζομαι
αναγκάστηκα
—
—
αναγλείφομαι
αναγνωρίζω
recognise
αναγνώρισα
αναγνωρίζομαι
αναγνωρίστηκα
αναγνωρίζω
recognise
αναγνώρισα
αναγνωρίζομαι
αναγνωρίστηκα
αναγνωρισμένος
αναγνωρίζω
recognise
—
—
ανάγομαι
αναγομώνω
—
—
—
αναγορεύομαι
αναγορεύω
αναγουλιάζω
nauseate
αναγραμματίζω
αναγράφω
αναγράφομαι
αναγυρίζω
—
ανάγω
αναδασώνω
αναδασώνομαι
αναδεικνύω
,
αναδείχνω
emphasise
ανέδειξα
,
ανάδειξα
αναδεικνύομαι
,
αναδείχνομαι
,
αναδείκνομαι
αναδείχθηκα
,
αναδείχτηκα
αναδεύω
αναδεύομαι
—
—
αναδέχομαι
αναδημιουργώ
αναδημιουργούμαι
αναδημοσιεύω
αναδημοσιεύομαι
αναδιανέμω
redistribute
αναδιένειμα
αναδιανέμομαι
αναδιαρθρώνω
αναδιαρθρώνομαι
αναδίδω
αναδίνω
αναδιοργανώνω
reorganise
αναδιοργανώνομαι
αναδιορίζω
αναδιορίζομαι
αναδιπλασιάζω
αναδιπλασιάζομαι
αναδιπλώνω
αναδιπλώνομαι
αναδιφώ
scrutinise
,
search
αναδίφησα
—
αναδομώ
restructure
,
rearrange
αναδόμησα
αναδομούμαι
αναδομήθηκα
—
—
—
αναδύομαι
αναζητάω
,
αναζητώ
seek
,
search for
,
look for
αναζήτησα
αναζητούμαι
αναζητήθηκα
—
αναζητώ
,
αναζητάω
seek
αναζήτησα
αναζητιέμαι
,
αναζητούμαι
αναζητήθηκα
αναζωογονώ
revive
αναζωογόνησα
αναζωογονούμαι
αναζωογονήθηκα
αναζωογονημένος
αναζωπυρώνω
,
αναζωπυρώ
rekindle
,
revive
αναζωπύρωσα
αναζωπυρώνομαι
αναζωπυρώθηκα
αναζωπυρωμένος
αναθάλλω
—
αναθαρρεύω
,
αναθαρρώ
feel
encouraged
αναθάρρεψα
,
αναθάρρησα
—
—
αναθαρρεμένος
,
αναθαρρημένος
αναθαρρύνω
αναθαρρύνομαι
αναθεματίζω
curse
αναθεμάτισα
αναθεματίζομαι
αναθεματίστηκα
αναθεματισμένος
αναθεμελιώνω
—
αναθερμαίνω
αναθερμαίνομαι
αναθέτω
assign
ανέθεσα
,
ανάθεσα
ανατίθεμαι
,
αναθέτομαι
ανατέθηκα
,
ανετέθην
ανατεθειμένος
αναθεωρώ
revise
αναθεώρησα
αναθεωρούμαι
αναθεωρήθηκα
αναθεωρημένος
αναθρέφω
,
ανατρέφω →
αναθρώσκω
jump
onto
—
—
—
αναθυμάμαι
αναθυμίζω
—
—
—
αναθυμούμαι
αναιρώ
refute
αναίρεσα
αναιρούμαι
αναιρέθηκα
αναιρεμένος
αναισθητοποιώ
anaesthetise
αναισθητοποίησα
αναισθητοποιούμαι
αναισθητοποιήθηκα
αναισθητοποιημένος
αναισθητώ
—
ανακαθίζω
sit up
ανακάθισα
—
—
—
ανακάθομαι
ανακάθισα
ανακαινίζω
renovate
ανακαίνισα
ανακαινίζομαι
ανακαινίστηκα
ανακαινισμένος
ανακαλύπτω
discover
ανακάλυψα
ανακαλύπτομαι
ανακαλύφθηκα
,
ανακαλύφτηκα
ανακαλυμμένος
ανακαλώ
revoke
ανακάλεσα
ανακαλούμαι
ανακλήθηκα
ανακλημένος
ανακάμπτω
ανακαταλαμβάνω
ανακαταλαμβάνομαι
ανακατανέμω
—
—
—
ανακατασκευάζομαι
ανακατασκευάζω
—
ανακατατάσσω
ανακατατάσσομαι
ανακατεύω
mix
,
blend
ανακάτεψα
ανακατεύομαι
ανακατεύτηκα
ανακατεμένος
ανακατεύω
mix
ανακάτεψα
ανακατεύομαι
ανακατεύτηκα
ανακατεμένος
ανακατώνω
jumble
ανακάτωσα
ανακατώνομαι
ανακατώθηκα
ανακατωμένος
ανακεφαλαιώνω
ανακεφαλαιώνομαι
ανακηρύσσω
nominate
ανακήρυξα
ανακηρύσσομαι
ανακηρύχθηκα
,
ανακηρύχτηκα
ανακηρυγμένος
ανακινώ
agitate
ανακίνησα
ανακινούμαι
ανακινήθηκα
ανακινημένος
—
—
ανακλαδίζομαι
ανακλώ
reflect
ανάκλασα
ανακλώμαι
ανακλάστηκα
ανακλασμένος
ανακοινώνω
,
ανακοινώ
declare
,
announce
,
proclaim
ανακοίνωσα
ανακοινώνομαι
ανακοινώθηκα
ανακοινωμένος
ανακόπτω
check
ανακόπτομαι
ανακουνώ
ανακουφίζω
ανακουφίζομαι
ανακράζω
—
ανακρεμνώ
—
ανακρεμώ
—
ανακριβολογώ
—
ανακρίνω
ανακρίνομαι
ανακρούω
ανέκρουσα
strike up
,
play
ανακρούομαι
ανακρούστηκα
,
ανακρούσθηκα
—
ανακτώ
regain
ανέκτησα
ανακτώμαι
ανακτήθηκα
ανακτημένος
ανακυκλώνω
recycle
ανακύκλωσα
ανακυκλώνομαι
ανακυκλώθηκα
ανακύπτω
arise
αναλαμβάνω
,
αναλαβαίνω
undertake
,
take on
ανέλαβα
,
ανάλαβα
αναλαμβάνομαι
αναλήφθηκα
αναλάμπω
—
—
—
αναλογίζομαι
αναλογώ
—
αναλύω
analyse
αναλύομαι
αναλώ
—
—
—
αναλώνομαι
αναλώνω
consume
αναμαλλιάζω
αναμαλλιάζομαι
αναμασώ
,
αναμασάω
ruminate
αναμάσησα
αναμασιέμαι
,
αναμασώμαι
αναμασήθηκα
αναμειγνύω
,
αναμιγνύω →
αναμειγνύομαι
,
αναμιγνύομαι
αναμένω
await
αναμερίζω
move
aside
αναμέρισα
αναμερίζομαι
αναμερίστηκα
αναμεταδίδω
αναμεταδίδομαι
—
—
αναμετριέμαι
αναμετρώ
,
αναμετράω
αναμετρούμαι
αναμηρυκάζω
ruminate
—
αναμιγνύω
,
αναμειγνύω
mix
,
blend
,
involve
αναμισθώνω
re-lease
αναμίσθωσα
αναμισθώνομαι
αναμορφώνω
reform
αναμορφώνομαι
αναμοχλεύω
αναμοχλεύομαι
αναμπαίζω
mock
ανέμπαιξα
αναμπαίζομαι
ανανεώνω
renew
ανανέωσα
ανανεώνομαι
ανανεώθηκα
ανανήφω
—
αναξαίνω
αναξιοπαθώ
suffer
αναξιοπάθησα
—
αναπαλαιώνω
renovate
,
restore
αναπαλαίωσα
αναπαλαιώνομαι
αναπαλαιώθηκα
αναπαράγω
αναπαράγομαι
αναπαριστώ
,
αναπαριστάνω
,
αναπαρασταίνω
αναπαρίσταμαι
,
αναπαριστάνομαι
αναπαύω
give
rest
ανέπαυσα
αναπαύομαι
αναπαύθηκα
αναπέμπω
refer
back
,
offer
ανέπεμψα
αναπέμπομαι
αναπέμφθηκα
αναπεταρίζω
flutter
(wings),
flirt
—
αναπηδώ
,
αναπηδάω
leap
αναπηδώ
bounce
,
rebound
αναπλάθω
αναπλάθομαι
αναπλειστηριάζω
reauction
αναπλειστηρίασα
αναπλειστηριάζομαι
αναπλειστηριάστηκα
(—)
αναπλέω
—
αναπληρώνω
replace
αναπλήρωσα
αναπληρώνομαι
αναπληρώθηκα
αναπληρωμένος
αναπνέω
breathe
ανέπνευσα
,
ανάπνευσα
—
—
αναπνέω
breathe
αναπνέω
breathe
αναποδογυρίζω
overturn
αναποδογυρίζομαι
αναπολώ
recollect
αναπροσαρμόζω
αναπροσαρμόζομαι
—
—
αναπτερώνομαι
αναπτερώνω
—
αναπτύσσω
αναπτύσσομαι
ανάπτω
,
ανάφτω
—
αναριγώ
,
αναριγάω
shiver
αναρίγησα
—
—
—
αναρριχώμαι
αναρρώνω
—
αναρτώ
αναρτώμαι
,
αναρωτιέμαι
—
—
αναρχούμαι
—
—
—
αναρωτιέμαι
αναρωτήθηκα
ανασαίνω
ανασαλεύω
—
ανασηκώνω
lift
ανασηκώνω
pry open
ανασηκώνω
ανασηκώνομαι
ανασκάβω
ανασκάβομαι
ανασκαλεύω
ανασκαλεύομαι
ανασκάπτω
ανασκάπτομαι
ανασκάφτω
ανασκάφτομαι
ανασκευάζω
ανασκευάζομαι
ανασκιρτώ
,
ανασκιρτάω
ανασκολοπίζω
ανασκολοπίζομαι
—
—
ανασκουμπώνομαι
ανασταίνω
revive
ανάστησα
ανασταίνομαι
αναστήθηκα
αναστατώνω
αναστατώνομαι
αναστέλλω
pause
αναστέλλω
αναστέλλομαι
αναστενάζω
sigh
,
groan
αναστέναξα
—
—
αναστηλώνω
αναστηλώνομαι
ανασυγκροτώ
ανασυγκροτούμαι
ανασυνδέω
reunite
ανασυνδέομαι
ανασυνδέθηκα
ανασυνθέτω
restructure
ανασυνέθεσα
,
ανασύνθεσα
ανασυντίθεμαι
,
ανασυνθέτομαι
ανασυντάσσω
ανασυντάσσομαι
ανασύρω
ανασύρομαι
ανασχηματίζω
ανασχηματίζομαι
αναταράζω
αναταράζομαι
αναταράσσω
αναταράσσομαι
ανατέλλω
rise
,
appear
ανέτειλα
,
ανάτειλα
—
—
ανατιμώ
ανατιμώμαι
ανατινάζω
,
ανατινάσσω
ανατινάζομαι
ανατρέπω
ανατρέφομαι
ανατρέφω
,
αναθρέφω
nurture
,
bring up
ανέτρεψα
,
ανέθρεψα
,
ανάθρεψα
αναθρέφομαι
ανατράφηκα
ανατριχιάζω
ανατρίχιασα
αναφέρω
mention
,
cite
ανέφερα
, ανάφερα]]
αναφέρομαι
αναφέρθηκα
ανάφτω
,
ανάπτω →
αναφωνώ
αναχαιτίζω
αναχαιτίζομαι
αναχωρώ
depart
αναχώρησα
ανεβάζω
,
αναβιβάζω
ανεβαίνω
,
αναβαίνω
ascend
ανέβηκα
—
—
—
ανεβοκατεβαίνω
go
up
and
down
ανεβοκατέβηκα
—
—
—
ανελκύω
drag
ship
upwards
ανέλκυσα
ανελκύομαι
ανελκύστηκα
ανελκυσμένος
—
—
ανέρχομαι
—
—
ανέχομαι
ανήκω
belong
ανήκα
—
—
ανησυχώ
disturb
,
trouble
ανησύχησα
ανηφορίζω
ανθίζω
—
ανθίσταμαι
ανθολογώ
,
ανθολογάω
ανθολόγησα
ανθολογούμαι
ανθοφορώ
ανθοφόρησα
—
ανθρωπεύω
ανθρώπεψα
—
ανθρωπομορφίζω
ανθρωπομορφίζομαι
ανθρωπομορφίστηκα
ανθώ
ανιστορώ
ανιστορούμαι
ανιχνεύω
ανίχνευσα
ανιχνεύομαι
ανιχνεύτηκα
,
ανιχνεύθηκα
ανοιγοκλείνω
ανοιγόκλεισα
—
ανοίγω
change
ανοίγω
open
άνοιξα
ανοίγομαι
ανοίχτηκα
ανοίγω
open
ανοικοδομώ
ανορθώνω
ανορθώνομαι
ανοσιουργώ
ανοσοποιώ
—
ανταγωνίζομαι
ανταγωνίστηκα
ανταλλάσσω
,
ανταλλάζω
exchange
,
trade
,
swap
ανταλλάσσομαι
ανταμείβω
repay
ανταμείβομαι
ανταμώνω
ανταμώνομαι
αντανακλώ
reflect
αντανάκλασα
αντανακλώμαι
ανταπαιτώ
counterclaim
—
ανταπαντώ
,
ανταπαντάω
ανταπάντησα
,
ανταπήντησα
—
ανταποδίδω
repay
,
reciprocate
ανταπέδωσα
—
—
ανταποκρίνομαι
ανταπεκρίθηκα
ανταριάζω
(storm clouds gather)
αντάριασα
ανταρτεύω
αντάρτεψα
—
ανταρτεμένος
αντενδείκνυται
is
contraindicated
—
αντεπεξέρχομαι
αντεπεξήλθα
—
αντεπιτίθεμαι
αντεπετέθηκα
αντερωτώ
?
reject
—
—
αντεύχομαι
wish
back
—
αντέχω
endure
άντεξα
—
—
αντηχώ
αντιγράφω
copy
αντέγραψα
αντιγράφομαι
αντιγράφτηκα
αντιδρώ
,
αντιδράω
react
αντέδρασα
αντιθέτω
contrast
αντέθεσα
αντιθέτομαι
αντικαθιστώ
supplant
αντικατέστησα
,
αντικατάστησα
αντικαθιστάμαι
αντικατασταίνω
—
αντικατασταίνόμαι
αντικρούω
αντέκρουσα
,
αντίκρουσα
αντικρούομαι
αντικρύζω
face
,
confront
αντίκρυσα
—
—
—
αντιλαμβάνομαι
αντιλήφθηκα
,
αντιλήφτηκα
αντιλέγω
disagree
αντείπα
—
—
αντιμεταθέτω
transpose
αντιμετέθεσα
αντιμεταθέτομαι
,
αντιμετατίθεμαι
αντιμετωπίζω
confront
αντιμετώπισα
αντιμετωπίζομαι
αντιπαθώ
αντιπαραβάλλω
αντιπαραβάλλομαι
αντιπροσωπεύω
represent
αντιπροσωπεύομαι
αντισταθμίζω
αντισταθμίζομαι
—
αντιστέκομαι
αντιστρέφω
αντιτάσσω
αντιτάσσομαι
αντιτείνω
object
to
αντέτεινε
,
αντίτεινε
—
αντιτίθεμαι
αντιτέθηκα
αντιφάσκω
αντλώ
ανυπομονώ
ανυψώνω
αξίζω
deserve
,
merit
,
be worthy of
άξιζα
αξιολογώ
evaluate
,
assess
αξιολόγησα
αξιολογούμαι
αξιολογήθηκα
αξιοποιώ
αξιοποίησα
αξιοποιούμαι
αξιώ
αξίωσα
αξιώνω
αξιώνομαι
απαγγέλλω
reproduce
(with expression)
απήγγειλα
απαγγέλλομαι
απαγκιάζω
απαγκιασμένος
—
απαγκιστρώνομαι
απαγκιστρώθηκα
απαγορεύω
ban
,
prohibit
απαγόρεψα
απαγορεύομαι
απαγορεύτηκα
απαγορεύω
prohibit
,
forbid
απαγορεύομαι
απάγω
απήγαγα
απάγομαι
απαιτώ
demand
απαίτησα
απαιτούμαι
—
απαλλάσσω
απαλλάσσομαι
απαλλοτριώνω
απαλλοτριώνομαι
απανθρακώνω
απανθρακώνομαι
απαντώ
,
απαντάω
reply
,
answer
απάντησα
απαντιέμαι
,
απαντώμαι
απαντήθηκα
—
απαρνούμαι
,
απαρνιέμαι
απαρχαιώνω
απαρχαιώνομαι
απαστράπτω
sparkle
—
—
απασχολώ
employ
,
preoccupy
απασχόλησα
απασχολούμαι
,
απασχολιέμαι
απασχολήθηκα
απατώ
,
απατάω
απατώμαι
απειθαρχώ
απειθώ
απεικονίζω
απεικονίζομαι
απειλώ
threaten
απειλούμαι
απελαύνω
expel
απέλασα
,
απήλασα
απελαύνομαι
απελπίζω
απελπίζομαι
απενεργοποιώ
deactivate
απενεργοποίησα
απεργώ
απήργησα
,
απέργησα
απευθύνω
απευθύνομαι
—
—
απεύχομαι
wish
away
—
—
—
απεχθάνομαι
απέχω
abstain
απείχα
—
—
απηχώ
απιθώνω
απλοποιώ
απλουστεύω
απλώνω
spread
,
stretch
άπλωσα
απλώνομαι
απλώθηκα
αποβαίνει
αποβάλλω
αποβάλλομαι
αποβιβάζω
αποβιβάζομαι
αποβλέπω
απογαλακτίζω
απογαλακτίζομαι
απογειώνω
απογειώνομαι
—
απογίνομαι
απογένηκα
,
απογίνηκα
απογοητεύω
απογοητεύομαι
αποδεικνύω
,
αποδείχνω
αποδεικνύομαι
,
αποδείχνομαι
αποδεκατίζω
αποδεκατίζομαι
—
αποδέχομαι
αποδέχτηκα
,
αποδέχθηκα
αποδίδω
απέδωσα
αποδίδομαι
αποδοκιμάζω
αποδοκιμάζομαι
αποζημιώνω
αποζημιώνομαι
αποθαρρύνω
discourage
αποθάρρυνα
αποθαρρύνομαι
αποθέτω
απέθεσα
,
απόθεσα
—
αποθηκεύω
αποθησαυρίζω
αποθησαυρίζομαι
αποικίζω
αποκαθιστώ
restore
αποκατέστησα
αποκαθίσταμαι
αποκαταστάθηκα
αποκατεστημένος
αποκαλύπτω
reveal
,
disclose
αποκαλύπτω
reveal
αποκάλυψα
αποκαλύπτομαι
αποκαλώ
αποκάλεσα
αποκαλούμαι
αποκάνω
,
αποκάμνω
αποκαρδιώνω
αποκαρδιώνομαι
αποκατασταίνω
αποκατασταίνομαι
αποκεντρώνω
αποκεφαλίζω
αποκεφαλίζομαι
αποκλείεται
αποκλείω
exclude
απέκλεισα
,
απόκλεισα
αποκλείομαι
αποκλείστηκα
αποκλεισμένος
αποκλιμακώνω
αποκλίνω
αποκόβω
—
αποκοιμάμαι
—
αποκοιμιέμαι
αποκοιμίζω
αποκόπτω
αποκρατικοποιώ
—
—
αποκρίνομαι
αποκρούω
αποκρούομαι
αποκρύβω
αποκρυπτογραφώ
αποκρύπτω
αποκρυσταλλώνω
αποκτώ
,
αποκτάω
acquire
απόκτησα
,
απέκτησα
αποκτιέμαι
,
αποκτώμαι
αποκτώ
get
,
acquire
,
gain
,
obtain
αποκωδικοποιώ
απολαμβάνω
,
απολαβαίνω
enjoy
απόλαυσα
—
απολαύω
απολεπίζω
απολήγω
απολιθώνω
—
—
απολογούμαι
απολυμαίνω
απολύω
απομακρύνω
απομένω
remain
απόμεινα
,
απέμεινα
,
απέμενα
—
—
—
απομιμούμαι
απομονώνω
απομονώνομαι
απομυζώ
απομυζώμαι
απονέμω
απονέμομαι
αποξενώνω
αποξενώνομαι
αποπαίρνω
—
—
αποπειρώμαι
αποπέμπω
αποπερατώνω
αποπλανώ
αποπλέω
αποπνέω
—
—
αποποιούμαι
αποπροσανατολίζω
απορρέω
απορρίπτω
refuse
απορρίπτω
απορρίχνω
απορροφώ
absorb
απορώ
αποσαθρώνω
αποσαφηνίζω
αποσαφηνίζομαι
αποσείω
shake off
απέσεισα
,
απόσεια
αποσείομαι
αποσείστηκα
—
αποσβένω
,
αποσβήνω
extinguish
,
erase
απόσβεσα
αποσβένομαι
αποσβήνω
,
αποσβένω
extinguish
,
erase
απόσβησα
—
—
αποσιωπώμαι
αποσκιρτώ
αποσπώ
detach
απέσπασα
αποσπώμαι
αποστάζω
αποσταίνω
tire
απόστασα
—
—
—
αποστασιοποιούμαι
αποστατώ
αποστειρώνω
αποστέλλω
αποστηθίζω
αποστηθίζομαι
αποσυνδέω
αποσυνδέομαι
—
—
αποσυντίθεμαι
αποσύρω
αποσύρομαι
αποταμιεύω
αποταμιεύομαι
αποτελειώνω
—
consist of
,
composed of
,
comprise
αποτελούμαι
αποτελώ
constitute
αποτέλεσα
αποτελούμαι
αποτελέστηκα
αποτελώ
constitute
—
αποτιμώμαι
αποτίω
αποτολμώ
αποτραβώ
αποτραβιέμαι
αποτρέπω
hinder
,
prevent
αποτρέπω
αποτυγχάνω
,
αποτυχαίνω
αποτυγχάνω
,
αστοχώ
fail
,
miss
αποτυγχάνω
,
αστοχώ
fail
,
miss
απουσιάζω
αποφασίζω
decide
αποφάσισα
αποφασίζομαι
αποφασίστηκα
αποφασίζω
decide
αποφέρω
αποφεύγω
avoid
,
evade
,
keep away from
αποφεύγω
avoid
απέφυγα
,
απόφυγα
αποφεύγομαι
*
αποφεύχθηκα
αποφλοιώνω
αποφοιτώ
αποφορτίζω
αποφράζω
αποφυλακίζω
αποχαιρετώ
,
αποχαιρετάω
(
αποχαιρετίζω
)
αποχαλινώνω
αποχαυνώνω
αποχρωματίζω
αποχτώ
acquire
απόχτησα
αποχτιέμαι
αποχτήθηκα
αποχωρίζω
αποχωρώ
αποψιλώ
—
—
άπτομαι
απωθώ
repel
απωθώ
απωθούμαι
αραδιάζω
αράζω
αραιώνω
αραχνιάζω
αργάζω
αργώ
delay
άργησα
αρδεύω
αρδεύομαι
—
enjoy
αρέσκομαι
αρέσω
like
αρέσω
please
, be
nice
άρεσα
αρέσκομαι
*
αρεσκόμουν
αριθμώ
αρκώ
άρκεσα
αρκούμαι
αρμέγω
αρμόζει
αρμόζω
αρμυρίζω
—
deny
αρνούμαι
—
—
αρνούμαι
αρπάζω
αρπάζομαι
αρραβωνιάζω
αρρωσταίνω
αρταίνω
break
fast
άρτυσα
αρταίνομαι
αρχαΐζω
αρχίζω
,
αρχινίζω
begin
άρχισα
,
αρχίνισα
άρχομαι
*
αρχινάω
,
αρχινώ
αρχινίζω
,
αρχίζω
begin
άρχισα
,
αρχίνισα
άρχομαι
αρωματίζω
ασβεστώνω
ασεβώ
ασελγώ
ασημώνω
ασθενώ
ασθμαίνω
ασκητεύω
ασκώ
—
—
ασπάζομαι
ασπρίζω
—
—
αστειεύομαι
αστικοποιώ
αστοχώ
αστράφτω
αστυνομεύω
ασφαλίζω
ασφαλτοστρώνω
ασφύκτιώ
ασχημαίνω
ασχημίζω
ασχημονώ
—
—
ασχολούμαι
ατενίζω
ατιμάζω
ατονώ
ατροφώ
ατσαλώνω
ατυχώ
αυθαδιάζω
αυθαιρετώ
—
—
αυθυποβάλλομαι
αυλακώνω
—
—
αυνανίζομαι
αυξάνω
increase
αυξάνω
αύξησα
αυξάνομαι
αυξομειώνω
αυξομείωσα
αυξομειώνομαι
αυτενεργώ
—
—
αυτοεξυπηρετούμαι
αυτοκτονώ
αυτοματοποιώ
αυτομολώ
—
—
αυτονομούμαι
—
—
αυτοπατώμαι
αυτοσχεδιάζω
αφαιρώ
remove
αφαιρώ
take away
αφαιρώ
αφανίζω
—
—
αφηγούμαι
αφήνω
leave
άφησα
αφήνομαι
αφέθηκα
αφήνω
permit
,
allow
,
let
αφήνω
release
αφθονώ
αφιερώνω
αφιονίζω
—
—
αφίσταμαι
αφομοιώνω
αφοπλίζω
αφορά
αφορίζω
αφορίζομαι
—
—
αφοσιούμαι
—
—
αφοσιώνομαι
—
—
αφουγκράζομαι
αφρίζω
αφυπηρετώ
αφυπνίζω
αχνίζω
αχνοφέγγω
αχολογάω
,
αχολογώ
—
—
αχρηστεύομαι
αχρηστεύω
waste
,
misuse
αψηφάω
,
αψηφώ
αψιμαχώ
εξάπτω
,
αναμοχλεύω
stir
,
agitate
Category
:
Greek verbs
Navigation menu
Personal tools
Not logged in
Talk
Contributions
Create account
Log in
Namespaces
Appendix
Discussion
English
Views
Read
Edit
History
More
Search
Navigation
Main Page
Community portal
Requested entries
Recent changes
Random entry
Help
Glossary
Donations
Contact us
Tools
What links here
Related changes
Upload file
Special pages
Permanent link
Page information
Get shortened URL
Download QR code
Print/export
Create a book
Printable version
In other projects
In other languages
Add links