Appendix:Greek verbs/Α

From Wiktionary, the free dictionary
Archived revision by Saltmarsh (talk | contribs) as of 11:12, 27 January 2019.
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passiave
simple past
Passive
perfect participle
αβαντζάρω, αβαντσάρω deposit, offer αβαντζάρισα
αβαράρω fend off, push awa αβαβάρισα
αβασκαίνω (βασκαίνω) put the evil eye αβάσκανα αβασκαίνομαι αβασκάθηκα αβασκαμένος
αβγαταίνω increase αβγάτυνα
αβγατίζω increase αβγάτισα αβγατισμένος
αβγοκόβω (αυγοκόβω) add αβγολέμονο αβγόκοψα αβγοκόβομαι αβγοκόπηκα αβγοκομμένος
αβλεπτώ not see, overlook
αγαθεύω look naive αγάθεψα
αγαθοφέρνω look gullible αγαθόφερνα
αγαλλιάζω (αγαλλιώ) rejoice αγαλλίασα αγαλλιασμένος
αγάλλομαι
αγανακτώ, αγαναχτώ exasperated, angry αγανάκτησα, αγανάχτησα αγανακτισμένος, αγαναχτισμένος
αγαντάρω endure αγάνταρα, αγαντάρισα αγανταρισμένος
αγαπάω, αγαπώ love αγάπησα αγαπιέμαι αγαπήθηκα αγαπημένος
αγαπίζω reconcile αγάπισα
αγαπώ, αγαπάω love, like αγάπησα αγαπιέμαι αγαπήθηκα αγαπημένος
αγγαρεύω enslave αγγάρεψα αγγαρεύομαι αγγαρεύτηκα αγγαρεμένος
αγγελιάζομαι αγγελιάστηκα αγγελιασμένος
αγγέλλω, αγγέλω announce ήγγειλα, άγγειλα αγγέλλομαι αγγέλθηκα αγγελμένος
αγγελοκρούω αγγελόκρουσα αγγελοκρούομαι αγγελοκρουσμένος
αγγίζω touch άγγιξα αγγίζομαι αγγίχτηκα αγγιγμένος
αγγλοποιώ anglicise αγγλοποίησα αγγλοποιούμαι αγγλοποιημένος
αγγλοφέρνω
αγιάζω sanctify αγίασα, άγιασα αγιάζομαι αγιάστηκα + αγιασμένος
αγιογραφώ paint incons αγιογράφησα αγιογραφούμαι αγιογραφήθηκα αγιογραφημένος
αγιοποιώ canonise αγιοποίησα αγιοποιούμαι αγιοποιήθηκα αγιοποιημένος
αγκαζάρω engage αγκαζάρισα αγκαζαρισμένος
αγκαλιάζω embrace αγκάλιασα αγκαλιάζομαι αγκαλιάστηκα αγκαλιασμένος
αγκιστρώνω hook αγκίστρωσα αγκιστρώνομαι αγκιστρώθηκα αγκιστρωμένος
αγκομαχώ, αγκομαχάω puff, gasp, chug αγκομάχησα
αγκριώνω
αγκυλώνω prick αγκύλωσα αγκυλώνομαι αγκυλώθηκα αγκυλωμένος
αγκυροβολώ anchor αγκυροβόλησα αγκυροβολημένος
αγκωνιάζω angulate αγκώνιασα αγκωνιάζομαι αγκωνιάστηκα αγκωνιασμένος
αγλαΐζω brighten αγλάισα αγλαΐζομαι αγλαισμένος
αγναντεύω survey αγνάντεψα
αγνίζω
αγνοώ ignore αγνόησα αγνοούμαι αγνοήθηκα αγνοημένος
αγνωμονώ
αγοράζω buy αγόρασα αγοράζομαι αγοράστηκα αγορασμένος
αγοράζω purchase αγόρασα αγοράζομαι αγοράστηκα αγορασμένος
αγορεύω orate αγόρευσα
αγοροφέρνω
αγουροξυπνώ
αγουροφέρνω
αγρεύω
αγριεύω taunt, scare αγρίεψα αγριεύομαι αγριεύτηκα αγριεμένος
αγρικώ, αγροικώ, γρικώ hear, understand αγρίκησα
αγριοκοιτάζω glower at αγριοκοίταξα αγριοκοιτάζομαι αγριοκοιτάχτηκα αγριοκοιταγμένος
αγριοκοιτώ, αγριοκοιτάω
αγριομιλώ, αγριομιλάω
αγροικώ
αγρυπνώ, αγρυπνάω keep watch, stay awake αγρύπνησα αγρυπνισμένος
άγχομαι
αγχώνομαι
αγχώνω make anxious άγχωσα αγχώνομαι αγχώθηκα αγχωμένος
άγω lead ήγαγα άγομαι άχθηκα αγμένος
αγωνίζομαι αγωνίστηκα αγωνιζομένος
αγωνίζομαι αγωνίστηκα
αγωνιώ be in agony αγωνιούσα
αγωροφέρνω
αδειάζω unload, empty άδειασα αδειάζομαι αδειάστηκα αδειασμένος
αδελφώνω, αδερφώνω fraternise αδέλφωσα, αδέρφωσα αδελφώνομαι, αδερφώνομαι αδελφώθηκα, αδερφώθηκα αδελφωμένος, αδερφωμένος
αδημονώ αδημονούσα
αδιαθετώ αδιαθέτησα
αδιαφορώ be indifferent to αδιαφόρησα
αδικοπραγώ
αδικώ injure, be unfair αδίκησα αδικούμαι, αδικιέμαι αδικήθηκα
αδράζω
αδρανοποιώ still αδρανοποίησα αδρανοποιούμαι αδρανοποιήθηκα αδρανοποιημένος
αδρανώ αδράνησα
αδράχνω grasp άδραξα
αδροπληρώνω
αδυνατίζω become thin αδυνάτισα
αδυνατώ be incapable αδυνατούσα
άδω sing
αεριοποιώ aerate, gasify αεριοποίησα
αερίζω air αέρισα αερίζομαι
αεροβατώ daydream
αεροκοπανίζω labour in vain
αερολογώ talk nonsense αερολόγησα
αερομαχώ
αεροποιώ αεροποιούμαι
αεροφωτογραφίζω take aerial photographs αεροφωτογράφισα αεροφωτογραφίζομαι αεροφωτογραφίστηκα αεροφωτογραφισμένος
αεροφωτογραφώ take aerial photographs αεροφωτογράφησα αεροφωτογραφούμαι αεροφωτογραφήθηκα αεροφωτογραφημένος
αηδιάζω be disgusted αηδίασα αηδιασμένος
αηδονολαλώ
αθεΐζω
αθετώ renege αθέτησα αθετούμαι αθετήθηκα αθετημένος
αθλοθετώ αθλοθετούμαι
αθλούμαι αθλήθηκα αθλούμενος
αθροίζω add up άθροισα αθροίζομαι αθροίστηκα αθροισμένος
αθυμώ
αθωώνω acquit αθώωσα αθωώνομαι αθωώθηκα αθωωμένος
αιδούμαι
αιθεροβατώ
αιθριάζω
αιμάσσω bleed ήμαξα ημαγμένος
αιματοκυλίζω αιματοκυλίζομαι
αιματοκυλώ, αιματοκυλάω
αιματοκυλώ αιματοκυλιέμαι
αιματώνω
αιμορραγώ haemorrhage αιμορράγησα
αιμορροώ
αινώ
αίρω raise, remove ήρα αίρομαι άρθηκα ηρμένος *not in table
αισθάνομαι αισθάνθηκα
αισθάνομαι αισθάνθηκα
αισθηματολογώ
αισθητοποιώ
αισιοδοξώ
αισχροκερδώ
αισχρολογώ
αισχύνομαι αισχύνθηκα αισχυνόμενος
αιτιάζομαι
αιτιολογώ rationalise αιτιολόγησα αιτιολογούμαι
αιτιώμαι
αιτώ request αιτούσα αιτούμαι αιτήθηκα
αιφνιδιάζω ambush αιφνιδίασα αιφνιδιάζομαι
αιχμαλωτίζω capture αιχμαλώτισα αιχμαλωτίζομαι
αιωρούμαι αιωρήθηκα
ακαματεύω
ακινητοποιούμαι
ακινητώ, ακινητοποιώ
ακκίζομαι
ακλουθώ
ακμάζω prosper ήκμασα
ακολασταίνω
ακολουθώ, ακολουθάω follow ακολούθησα ακολουθούμαι, ακολουθιέμαι ακολουθήθηκα
ακομπανιάρω
ακονίζω sharpen ακόνισα ακονίζομαι
ακοντίζω
ακουμπώ, ακουμπάω
ακουμπώ touch ακούμπησα ακουμπισμένος
ακούομαι
ακούω, ακούγω hear, listen άκουσα ακούγομαι ακούστηκα ακουσμένος
ακριβαίνω
ακριβολογώ
ακριβοπληρώνω
ακριβοπουλιέμαι
ακριβοπουλώ
ακριτολογώ
ακροάζομαι
ακροβατώ
ακροβολίζομαι
ακροπατώ
ακροώμαι
ακρωτηριάζω amputate ακρωτηρίασα ακρωτηριάζομαι
ακτινοβολώ, ακτινοβολάω beam, radiate ακτινοβόλησα
ακτινογραφώ x-ray ακτινογράφησα
ακτινοσκοπώ
ακτοπλοώ
ακυρολεκτώ
ακυρώ, ακυρώνω ακυρώνομαι
αλαζονεύομαι
αλαλάζω
αλαλιάζω
αλαργεύω
αλατίζω salt αλάτισα αλατίζομαι
αλατοπιπερώνω
αλαφιάζω αλαφιάζομαι
αλαφραίνω
αλαφροζυγιάζομαι
αλαφροπατώ
αλαφρώνω
αλγώ
αλεγράρω
αλέθω grind άλεσα αλέθομαι
αλείβομαι
αλείφω, αλείβω spread, smear άλειψα αλείφομαι αλείφτηκα
αλετρίζω
αλευροποιώ
αλευρώνω αλευρώνομαι
αληθεύω
αλησμονώ, αλησμονάω
αλητεύω loaf, bum around αλήτεψα
αλιεύω αλιεύομαι
αλλάζω change άλλαξα αλλάζομαι αλλάχτηκα
αλλάζω change άλλαξα αλλάζομαι αλλάχτηκα αλλαγμένος
αλλαξοδρομώ
αλλαξοπιστώ
αλλάσσω
αλληγορώ
αλληθωρίζω
αλληλεπιδρώ
αλληλεπικοινωνώ
αλληλοαπάγομαι
αλληλοβοηθιέμαι
αλληλοβοηθούμαι
αλληλοβρίζομαι
αλληλογραφώ correspond αλληλογράφησα
αλληλοκατηγορούμαι
αλληλοκοιτάζομαι
αλληλοπαντρεύομαι
αλληλοσκοτώνομαι
αλληλοσπαράζομαι
αλληλοσυγκρούομαι αλληλοσυγκρούστηκα αλληλοσυγκρουόμενος
αλληλοσυμπληρώνομαι
αλληλοσυνδέω
αλληλοτρώγομαι
αλληλοϋποστηρίζομαι
αλληθωρίζω, αλλοιθωρίζω squint αλληθώρισα
αλλοιώνω taint αλλοίωσα αλλοιώνομαι
αλλοτριώνω αλλοτριώνομαι
αλμυρίζω
αλυσοδένω chain αλυσόδεσα αλυσοδένομαι
αλυσώνω
αλυχτώ, αλυχτάω
αλφαδιάζω level αλφάδιασα αλφαδιάζομαι αλφαδιάστηκα αλφαδιασμένος
αλφαδιάζω αλφαδιάζομαι
αλωνίζω αλωνίζομαι
αμαλγαμώνω
αμαρτάνω, αμαρταίνω sin αμάρτησα
αμαυρώνω αμαυρώνομαι
αμβλύνω blunten άμβλυνα αμβλύνομαι
αμείβομαι
αμείβω
αμέλγω
αμελώ αμελούμαι
αμερικανίζω
αμερικανοκρατούμαι
αμεροληπτώ
αμιλλώμαι
αμιλλώμαι
αμνηστεύομαι
αμνηστεύω
αμολώ, αμολάω
αμολώ αμολιέμαι
αμπαλάρω wrap, pack αμπαλάρισα αμπαλάρομαι αμπαλαρίστηκα
αμπαρώνω bolt, lock αμπάρωσα αμπαρώνομαι
αμποδένω
αμπραγιάρω
αμπώχνω
αμύνομαι
αμφιβάλλω doubt αμφέβαλα
αμφιβάλλω doubt αμφέβαλα
αμφιρρέπω
αμφισβητώ contest αμφισβήτησα αμφισβητούμαι
αμφιταλαντεύομαι
αναβαθμίζω αναβαθμίζομαι
αναβάλλω delay ανέβαλα αναβάλλομαι αναβλήθηκα
αναβαθμολογώ re-mark αναβαθμολόγησα αναβαθμολογούμαι αναβαθμολογήθηκα αναβαθμολογημένος
αναβαίνω, ανεβαίνω →
αναβάλλω postpone ανέβαλα αναβάλλομαι αναβλήθηκα
αναβαπτίζω αναβαπτίζομαι
αναβαστάζω αναβαστάζομαι
αναβαφτίζω
αναβιβάζομαι
αναβιώ
αναβιώνω
αναβλέπω
αναβλύζω, αναβρύζω ooze
αναβοσβήνω flicker, turn on and off αναβόσβησα
αναβοώ shout out ανεβόησα
αναβράζω
αναβρύζω
ανάβω light άναψα ανάβομαι ανάφτηκα
αναγαλλιάζω rejoice
αναγγέλλω, αναγγέλω announce ανήγγειλα, ανάγγειλα αναγγέλλομαι αναγγέλθηκα
αναγεννώ regenerate αναγεννιέμαι, αναγεννώμαι
αναγέρνω
αναγιγνώσκω
αναγινώσκω
αναγκάζω compel ανάγκασα αναγκάζομαι αναγκάστηκα
αναγλείφομαι
αναγνωρίζω recognise αναγνώρισα αναγνωρίζομαι αναγνωρίστηκα
αναγνωρίζω recognise αναγνώρισα αναγνωρίζομαι αναγνωρίστηκα αναγνωρισμένος
αναγνωρίζω recognise
ανάγομαι
αναγομώνω
αναγορεύομαι
αναγορεύω
αναγουλιάζω nauseate
αναγραμματίζω
αναγράφω αναγράφομαι
αναγυρίζω
ανάγω
αναδασώνω αναδασώνομαι
αναδεικνύω, αναδείχνω emphasise ανέδειξα, ανάδειξα αναδεικνύομαι, αναδείχνομαι, αναδείκνομαι αναδείχθηκα, αναδείχτηκα
αναδεύω αναδεύομαι
αναδέχομαι
αναδημιουργώ αναδημιουργούμαι
αναδημοσιεύω αναδημοσιεύομαι
αναδιανέμω redistribute αναδιένειμα αναδιανέμομαι
αναδιαρθρώνω αναδιαρθρώνομαι
αναδίδω
αναδίνω
αναδιοργανώνω reorganise αναδιοργανώνομαι
αναδιορίζω αναδιορίζομαι
αναδιπλασιάζω αναδιπλασιάζομαι
αναδιπλώνω αναδιπλώνομαι
αναδιφώ scrutinise, search αναδίφησα
αναδομώ restructure, rearrange αναδόμησα αναδομούμαι αναδομήθηκα
αναδύομαι
αναζητάω, αναζητώ seek, search for, look for αναζήτησα αναζητούμαι αναζητήθηκα
αναζητώ, αναζητάω seek αναζήτησα αναζητιέμαι, αναζητούμαι αναζητήθηκα
αναζωογονώ revive αναζωογόνησα αναζωογονούμαι αναζωογονήθηκα αναζωογονημένος
αναζωπυρώνω, αναζωπυρώ rekindle, revive αναζωπύρωσα αναζωπυρώνομαι αναζωπυρώθηκα αναζωπυρωμένος
αναθάλλω
αναθαρρεύω, αναθαρρώ feel encouraged αναθάρρεψα, αναθάρρησα αναθαρρεμένος, αναθαρρημένος
αναθαρρύνω αναθαρρύνομαι
αναθεματίζω curse αναθεμάτισα αναθεματίζομαι αναθεματίστηκα αναθεματισμένος
αναθεμελιώνω
αναθερμαίνω αναθερμαίνομαι
αναθέτω assign ανέθεσα, ανάθεσα ανατίθεμαι, αναθέτομαι ανατέθηκα, ανετέθην ανατεθειμένος
αναθεωρώ revise αναθεώρησα αναθεωρούμαι αναθεωρήθηκα αναθεωρημένος
αναθρέφω, ανατρέφω →
αναθρώσκω jump onto
αναθυμάμαι
αναθυμίζω
αναθυμούμαι
αναιρώ refute αναίρεσα αναιρούμαι αναιρέθηκα αναιρεμένος
αναισθητοποιώ anaesthetise αναισθητοποίησα αναισθητοποιούμαι αναισθητοποιήθηκα αναισθητοποιημένος
αναισθητώ
ανακαθίζω sit up ανακάθισα
ανακάθομαι ανακάθισα
ανακαινίζω renovate ανακαίνισα ανακαινίζομαι ανακαινίστηκα ανακαινισμένος
ανακαλύπτω discover ανακάλυψα ανακαλύπτομαι ανακαλύφθηκα, ανακαλύφτηκα ανακαλυμμένος
ανακαλώ revoke ανακάλεσα ανακαλούμαι ανακλήθηκα ανακλημένος
ανακάμπτω
ανακαταλαμβάνω ανακαταλαμβάνομαι
ανακατανέμω
ανακατασκευάζομαι
ανακατασκευάζω
ανακατατάσσω ανακατατάσσομαι
ανακατεύω mix, blend ανακάτεψα ανακατεύομαι ανακατεύτηκα ανακατεμένος
ανακατεύω mix ανακάτεψα ανακατεύομαι ανακατεύτηκα ανακατεμένος
ανακατώνω jumble ανακάτωσα ανακατώνομαι ανακατώθηκα ανακατωμένος
ανακεφαλαιώνω ανακεφαλαιώνομαι
ανακηρύσσω nominate ανακήρυξα ανακηρύσσομαι ανακηρύχθηκα, ανακηρύχτηκα ανακηρυγμένος
ανακινώ agitate ανακίνησα ανακινούμαι ανακινήθηκα ανακινημένος
ανακλαδίζομαι
ανακλώ reflect ανάκλασα ανακλώμαι ανακλάστηκα ανακλασμένος
ανακοινώνω, ανακοινώ declare, announce, proclaim ανακοίνωσα ανακοινώνομαι ανακοινώθηκα ανακοινωμένος
ανακόπτω check ανακόπτομαι
ανακουνώ
ανακουφίζω ανακουφίζομαι
ανακράζω
ανακρεμνώ
ανακρεμώ
ανακριβολογώ
ανακρίνω ανακρίνομαι
ανακρούω ανέκρουσα strike up, play ανακρούομαι ανακρούστηκα, ανακρούσθηκα
ανακτώ regain ανέκτησα ανακτώμαι ανακτήθηκα ανακτημένος
ανακυκλώνω recycle ανακύκλωσα ανακυκλώνομαι ανακυκλώθηκα
ανακύπτω arise
αναλαμβάνω, αναλαβαίνω undertake, take on ανέλαβα, ανάλαβα αναλαμβάνομαι αναλήφθηκα
αναλάμπω
αναλογίζομαι
αναλογώ
αναλύω analyse αναλύομαι
αναλώ
αναλώνομαι
αναλώνω consume
αναμαλλιάζω αναμαλλιάζομαι
αναμασώ, αναμασάω ruminate αναμάσησα αναμασιέμαι, αναμασώμαι αναμασήθηκα
αναμειγνύω, αναμιγνύω → αναμειγνύομαι, αναμιγνύομαι
αναμένω await
αναμερίζω move aside αναμέρισα αναμερίζομαι αναμερίστηκα
αναμεταδίδω αναμεταδίδομαι
αναμετριέμαι
αναμετρώ, αναμετράω αναμετρούμαι
αναμηρυκάζω ruminate
αναμιγνύω, αναμειγνύω mix, blend, involve
αναμισθώνω re-lease αναμίσθωσα αναμισθώνομαι
αναμορφώνω reform αναμορφώνομαι
αναμοχλεύω αναμοχλεύομαι
αναμπαίζω mock ανέμπαιξα αναμπαίζομαι
ανανεώνω renew ανανέωσα ανανεώνομαι ανανεώθηκα
ανανήφω
αναξαίνω
αναξιοπαθώ suffer αναξιοπάθησα
αναπαλαιώνω renovate, restore αναπαλαίωσα αναπαλαιώνομαι αναπαλαιώθηκα
αναπαράγω αναπαράγομαι
αναπαριστώ, αναπαριστάνω, αναπαρασταίνω αναπαρίσταμαι, αναπαριστάνομαι
αναπαύω give rest ανέπαυσα αναπαύομαι αναπαύθηκα
αναπέμπω refer back, offer ανέπεμψα αναπέμπομαι αναπέμφθηκα
αναπεταρίζω flutter (wings), flirt
αναπηδώ, αναπηδάω leap
αναπηδώ bounce, rebound
αναπλάθω αναπλάθομαι
αναπλειστηριάζω reauction αναπλειστηρίασα αναπλειστηριάζομαι αναπλειστηριάστηκα (—)
αναπλέω
αναπληρώνω replace αναπλήρωσα αναπληρώνομαι αναπληρώθηκα αναπληρωμένος
αναπνέω breathe ανέπνευσα, ανάπνευσα
αναπνέω breathe
αναπνέω breathe
αναποδογυρίζω overturn αναποδογυρίζομαι
αναπολώ recollect
αναπροσαρμόζω αναπροσαρμόζομαι
αναπτερώνομαι
αναπτερώνω
αναπτύσσω αναπτύσσομαι
ανάπτω, ανάφτω
αναριγώ, αναριγάω shiver αναρίγησα
αναρριχώμαι
αναρρώνω
αναρτώ αναρτώμαι, αναρωτιέμαι
αναρχούμαι
αναρωτιέμαι αναρωτήθηκα
ανασαίνω
ανασαλεύω
ανασηκώνω lift
ανασηκώνω pry open
ανασηκώνω ανασηκώνομαι
ανασκάβω ανασκάβομαι
ανασκαλεύω ανασκαλεύομαι
ανασκάπτω ανασκάπτομαι
ανασκάφτω ανασκάφτομαι
ανασκευάζω ανασκευάζομαι
ανασκιρτώ, ανασκιρτάω
ανασκολοπίζω ανασκολοπίζομαι
ανασκουμπώνομαι
ανασταίνω revive ανάστησα ανασταίνομαι αναστήθηκα
αναστατώνω αναστατώνομαι
αναστέλλω pause
αναστέλλω αναστέλλομαι
αναστενάζω sigh, groan αναστέναξα
αναστηλώνω αναστηλώνομαι
ανασυγκροτώ ανασυγκροτούμαι
ανασυνδέω reunite ανασυνδέομαι ανασυνδέθηκα
ανασυνθέτω restructure ανασυνέθεσα, ανασύνθεσα ανασυντίθεμαι, ανασυνθέτομαι
ανασυντάσσω ανασυντάσσομαι
ανασύρω ανασύρομαι
ανασχηματίζω ανασχηματίζομαι
αναταράζω αναταράζομαι
αναταράσσω αναταράσσομαι
ανατέλλω rise, appear ανέτειλα, ανάτειλα
ανατιμώ ανατιμώμαι
ανατινάζω, ανατινάσσω ανατινάζομαι
ανατρέπω ανατρέφομαι
ανατρέφω, αναθρέφω nurture, bring up ανέτρεψα, ανέθρεψα, ανάθρεψα αναθρέφομαι ανατράφηκα
ανατριχιάζω ανατρίχιασα
αναφέρω mention, cite ανέφερα, ανάφερα]] αναφέρομαι αναφέρθηκα
ανάφτω, ανάπτω →
αναφωνώ
αναχαιτίζω αναχαιτίζομαι
αναχωρώ depart αναχώρησα
ανεβάζω, αναβιβάζω
ανεβαίνω, αναβαίνω ascend ανέβηκα
ανεβοκατεβαίνω go up and down ανεβοκατέβηκα
ανελκύω drag ship upwards ανέλκυσα ανελκύομαι ανελκύστηκα ανελκυσμένος
ανέρχομαι
ανέχομαι
ανήκω belong ανήκα
ανησυχώ disturb, trouble ανησύχησα
ανηφορίζω
ανθίζω
ανθίσταμαι
ανθολογώ, ανθολογάω ανθολόγησα ανθολογούμαι
ανθοφορώ ανθοφόρησα
ανθρωπεύω ανθρώπεψα
ανθρωπομορφίζω ανθρωπομορφίζομαι ανθρωπομορφίστηκα
ανθώ
ανιστορώ ανιστορούμαι
ανιχνεύω ανίχνευσα ανιχνεύομαι ανιχνεύτηκα, ανιχνεύθηκα
ανοιγοκλείνω ανοιγόκλεισα
ανοίγω change
ανοίγω open άνοιξα ανοίγομαι ανοίχτηκα
ανοίγω open
ανοικοδομώ
ανορθώνω ανορθώνομαι
ανοσιουργώ
ανοσοποιώ
ανταγωνίζομαι ανταγωνίστηκα
ανταλλάσσω, ανταλλάζω exchange, trade, swap ανταλλάσσομαι
ανταμείβω repay ανταμείβομαι
ανταμώνω ανταμώνομαι
αντανακλώ reflect αντανάκλασα αντανακλώμαι
ανταπαιτώ counterclaim
ανταπαντώ, ανταπαντάω ανταπάντησα, ανταπήντησα
ανταποδίδω repay, reciprocate ανταπέδωσα
ανταποκρίνομαι ανταπεκρίθηκα
ανταριάζω (storm clouds gather) αντάριασα
ανταρτεύω αντάρτεψα ανταρτεμένος
αντενδείκνυται is contraindicated
αντεπεξέρχομαι αντεπεξήλθα
αντεπιτίθεμαι αντεπετέθηκα
αντερωτώ ?reject
αντεύχομαι wish back
αντέχω endure άντεξα
αντηχώ
αντιγράφω copy αντέγραψα αντιγράφομαι αντιγράφτηκα
αντιδρώ, αντιδράω react αντέδρασα
αντιθέτω contrast αντέθεσα αντιθέτομαι
αντικαθιστώ supplant αντικατέστησα, αντικατάστησα αντικαθιστάμαι
αντικατασταίνω αντικατασταίνόμαι
αντικρούω αντέκρουσα, αντίκρουσα αντικρούομαι
αντικρύζω face, confront αντίκρυσα
αντιλαμβάνομαι αντιλήφθηκα, αντιλήφτηκα
αντιλέγω disagree αντείπα
αντιμεταθέτω transpose αντιμετέθεσα αντιμεταθέτομαι, αντιμετατίθεμαι
αντιμετωπίζω confront αντιμετώπισα αντιμετωπίζομαι
αντιπαθώ
αντιπαραβάλλω αντιπαραβάλλομαι
αντιπροσωπεύω represent αντιπροσωπεύομαι
αντισταθμίζω αντισταθμίζομαι
αντιστέκομαι
αντιστρέφω
αντιτάσσω αντιτάσσομαι
αντιτείνω object to αντέτεινε, αντίτεινε
αντιτίθεμαι αντιτέθηκα
αντιφάσκω
αντλώ
ανυπομονώ
ανυψώνω
αξίζω deserve, merit, be worthy of άξιζα
αξιολογώ evaluate, assess αξιολόγησα αξιολογούμαι αξιολογήθηκα
αξιοποιώ αξιοποίησα αξιοποιούμαι
αξιώ αξίωσα
αξιώνω αξιώνομαι
απαγγέλλω reproduce (with expression) απήγγειλα απαγγέλλομαι
απαγκιάζω απαγκιασμένος
απαγκιστρώνομαι απαγκιστρώθηκα
απαγορεύω ban, prohibit απαγόρεψα απαγορεύομαι απαγορεύτηκα
απαγορεύω prohibit, forbid απαγορεύομαι
απάγω απήγαγα απάγομαι
απαιτώ demand απαίτησα απαιτούμαι
απαλλάσσω απαλλάσσομαι
απαλλοτριώνω απαλλοτριώνομαι
απανθρακώνω απανθρακώνομαι
απαντώ, απαντάω reply, answer απάντησα απαντιέμαι, απαντώμαι απαντήθηκα
απαρνούμαι, απαρνιέμαι
απαρχαιώνω απαρχαιώνομαι
απαστράπτω sparkle
απασχολώ employ, preoccupy απασχόλησα απασχολούμαι, απασχολιέμαι απασχολήθηκα
απατώ, απατάω απατώμαι
απειθαρχώ
απειθώ
απεικονίζω απεικονίζομαι
απειλώ threaten απειλούμαι
απελαύνω expel απέλασα, απήλασα απελαύνομαι
απελπίζω απελπίζομαι
απενεργοποιώ deactivate απενεργοποίησα
απεργώ απήργησα, απέργησα
απευθύνω απευθύνομαι
απεύχομαι wish away
απεχθάνομαι
απέχω abstain απείχα
απηχώ
απιθώνω
απλοποιώ
απλουστεύω
απλώνω spread, stretch άπλωσα απλώνομαι απλώθηκα
αποβαίνει
αποβάλλω αποβάλλομαι
αποβιβάζω αποβιβάζομαι
αποβλέπω
απογαλακτίζω απογαλακτίζομαι
απογειώνω απογειώνομαι
απογίνομαι απογένηκα, απογίνηκα
απογοητεύω απογοητεύομαι
αποδεικνύω, αποδείχνω αποδεικνύομαι, αποδείχνομαι
αποδεκατίζω αποδεκατίζομαι
αποδέχομαι αποδέχτηκα, αποδέχθηκα
αποδίδω απέδωσα αποδίδομαι
αποδοκιμάζω αποδοκιμάζομαι
αποζημιώνω αποζημιώνομαι
αποθαρρύνω discourage αποθάρρυνα αποθαρρύνομαι
αποθέτω απέθεσα, απόθεσα
αποθηκεύω
αποθησαυρίζω αποθησαυρίζομαι
αποικίζω
αποκαθιστώ restore αποκατέστησα αποκαθίσταμαι αποκαταστάθηκα αποκατεστημένος
αποκαλύπτω reveal, disclose
αποκαλύπτω reveal αποκάλυψα αποκαλύπτομαι
αποκαλώ αποκάλεσα αποκαλούμαι
αποκάνω, αποκάμνω
αποκαρδιώνω αποκαρδιώνομαι
αποκατασταίνω αποκατασταίνομαι
αποκεντρώνω
αποκεφαλίζω αποκεφαλίζομαι
αποκλείεται
αποκλείω exclude απέκλεισα, απόκλεισα αποκλείομαι αποκλείστηκα αποκλεισμένος
αποκλιμακώνω
αποκλίνω
αποκόβω
αποκοιμάμαι
αποκοιμιέμαι
αποκοιμίζω
αποκόπτω
αποκρατικοποιώ
αποκρίνομαι
αποκρούω αποκρούομαι
αποκρύβω
αποκρυπτογραφώ
αποκρύπτω
αποκρυσταλλώνω
αποκτώ, αποκτάω acquire απόκτησα, απέκτησα αποκτιέμαι, αποκτώμαι
αποκτώ get, acquire, gain, obtain
αποκωδικοποιώ
απολαμβάνω, απολαβαίνω enjoy απόλαυσα
απολαύω
απολεπίζω
απολήγω
απολιθώνω
απολογούμαι
απολυμαίνω
απολύω
απομακρύνω
απομένω remain απόμεινα, απέμεινα, απέμενα
απομιμούμαι
απομονώνω απομονώνομαι
απομυζώ απομυζώμαι
απονέμω απονέμομαι
αποξενώνω αποξενώνομαι
αποπαίρνω
αποπειρώμαι
αποπέμπω
αποπερατώνω
αποπλανώ
αποπλέω
αποπνέω
αποποιούμαι
αποπροσανατολίζω
απορρέω
απορρίπτω refuse
απορρίπτω
απορρίχνω
απορροφώ absorb
απορώ
αποσαθρώνω
αποσαφηνίζω αποσαφηνίζομαι
αποσείω shake off απέσεισα, απόσεια αποσείομαι αποσείστηκα
αποσβένω, αποσβήνω extinguish, erase απόσβεσα αποσβένομαι
αποσβήνω, αποσβένω extinguish, erase απόσβησα
αποσιωπώμαι
αποσκιρτώ
αποσπώ detach απέσπασα αποσπώμαι
αποστάζω
αποσταίνω tire απόστασα
αποστασιοποιούμαι
αποστατώ
αποστειρώνω
αποστέλλω
αποστηθίζω αποστηθίζομαι
αποσυνδέω αποσυνδέομαι
αποσυντίθεμαι
αποσύρω αποσύρομαι
αποταμιεύω αποταμιεύομαι
αποτελειώνω
consist of, composed of, comprise αποτελούμαι
αποτελώ constitute αποτέλεσα αποτελούμαι αποτελέστηκα
αποτελώ constitute
αποτιμώμαι
αποτίω
αποτολμώ
αποτραβώ αποτραβιέμαι
αποτρέπω hinder, prevent
αποτρέπω
αποτυγχάνω, αποτυχαίνω
αποτυγχάνω, αστοχώ fail, miss
αποτυγχάνω, αστοχώ fail, miss
απουσιάζω
αποφασίζω decide αποφάσισα αποφασίζομαι αποφασίστηκα
αποφασίζω decide
αποφέρω
αποφεύγω avoid, evade, keep away from
αποφεύγω avoid απέφυγα, απόφυγα αποφεύγομαι* αποφεύχθηκα
αποφλοιώνω
αποφοιτώ
αποφορτίζω
αποφράζω
αποφυλακίζω
αποχαιρετώ, αποχαιρετάω (αποχαιρετίζω)
αποχαλινώνω
αποχαυνώνω
αποχρωματίζω
αποχτώ acquire απόχτησα αποχτιέμαι αποχτήθηκα
αποχωρίζω
αποχωρώ
αποψιλώ
άπτομαι
απωθώ repel
απωθώ απωθούμαι
αραδιάζω
αράζω
αραιώνω
αραχνιάζω
αργάζω
αργώ delay άργησα
αρδεύω αρδεύομαι
enjoy αρέσκομαι
αρέσω like
αρέσω please, be nice άρεσα αρέσκομαι* αρεσκόμουν
αριθμώ
αρκώ άρκεσα αρκούμαι
αρμέγω
αρμόζει
αρμόζω
αρμυρίζω
deny αρνούμαι
αρνούμαι
αρπάζω αρπάζομαι
αρραβωνιάζω
αρρωσταίνω
αρταίνω break fast άρτυσα αρταίνομαι
αρχαΐζω
αρχίζω, αρχινίζω begin άρχισα, αρχίνισα άρχομαι*
αρχινάω, αρχινώ
αρχινίζω, αρχίζω begin άρχισα, αρχίνισα άρχομαι
αρωματίζω
ασβεστώνω
ασεβώ
ασελγώ
ασημώνω
ασθενώ
ασθμαίνω
ασκητεύω
ασκώ
ασπάζομαι
ασπρίζω
αστειεύομαι
αστικοποιώ
αστοχώ
αστράφτω
αστυνομεύω
ασφαλίζω
ασφαλτοστρώνω
ασφύκτιώ
ασχημαίνω
ασχημίζω
ασχημονώ
ασχολούμαι
ατενίζω
ατιμάζω
ατονώ
ατροφώ
ατσαλώνω
ατυχώ
αυθαδιάζω
αυθαιρετώ
αυθυποβάλλομαι
αυλακώνω
αυνανίζομαι
αυξάνω increase
αυξάνω αύξησα αυξάνομαι
αυξομειώνω αυξομείωσα αυξομειώνομαι
αυτενεργώ
αυτοεξυπηρετούμαι
αυτοκτονώ
αυτοματοποιώ
αυτομολώ
αυτονομούμαι
αυτοπατώμαι
αυτοσχεδιάζω
αφαιρώ remove
αφαιρώ take away
αφαιρώ
αφανίζω
αφηγούμαι
αφήνω leave άφησα αφήνομαι αφέθηκα
αφήνω permit, allow, let
αφήνω release
αφθονώ
αφιερώνω
αφιονίζω
αφίσταμαι
αφομοιώνω
αφοπλίζω
αφορά
αφορίζω αφορίζομαι
αφοσιούμαι
αφοσιώνομαι
αφουγκράζομαι
αφρίζω
αφυπηρετώ
αφυπνίζω
αχνίζω
αχνοφέγγω
αχολογάω, αχολογώ
αχρηστεύομαι
αχρηστεύω waste, misuse
αψηφάω, αψηφώ
αψιμαχώ
εξάπτω, αναμοχλεύω stir, agitate